Σελίδες

Δευτέρα, Μαρτίου 08, 2010

Chances

Τον τελευταίο καιρό, καθώς έτρεχα αναμαλλιασμένη, αγουροξυπνημένη, με τα ακουστικά στα αυτιά, ένα ποτήρι με παγάκια στο ένα χέρι και ένα κουβά καφέ στο άλλο μαζί με ένα ακάπνιστο τσιγάρο, τον έβλεπα στην είσοδο του κτιρίου κάθε πρωί, να κρατάει μια κούπα καφέ και να καπνίζει. Οι νέες απαγορεύσεις περί καπνίσματος, έβγαλαν όλους τους καπνιστές στο δρόμο. Κάθε φορά με κοίταζε περίεργα, αλλά δεν είχα δώσει την πρέπουσα σημασία, μια και το πρωί δεν βλέπω μπροστά μου, αν δεν έχω πιεί καφέ είμαι επικίνδυνη για πάσης φύσεως συναναστροφή, έστω και οπτική και πέρα από όλα τα άλλα, το πρωί πάντα τρέχω . Για να προλάβω.

Κάποια μέρα, το βλέμμα του ήταν περισσότερο έντονο και επίμονο από το επιτρεπτό, οπότε αναγκάστηκα να τον προσέξω. Μικροκαμωμένος. Μελαχροινός. Κρατούσε την κούπα του καφέ και το τσιγάρο με ένα ιδιαίτερο τρόπο. Κρύωνε και φαινόταν. Με μουσάκι. Κανονικά, το σύνηθες με μένα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να ανταποδώσω με βλέμμα άγριο και αυστηρό, πράγμα που έκανα εις μάτην όμως, διότι παρέμεινε αξιοθαύμαστα ατάραχος. Εντυπωσιάστηκα. Και αναγκαστικά, πρόσεξα τα μάτια. Πολύ περίεργα μάτια. Δεν ήταν το χρώμα τους κάτι το εντυπωσιακό, αλλά το βλέμμα ήταν καθαρό. Ίσιο. Μου θύμισαν έντονα κάποιον. Ταράχτηκα.

Την επόμενη μέρα και αφού έχει επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό, σκέφτηκα πως απλά παρατηρεί το εξωφρενικό θέαμα που παρουσιάζω κάθε πρωί, με τη μαλλούρα να πετάει προς όλες τις κατευθύνσεις και να μπλέκεται στα λουριά της τσάντας μου, τους καφέδες και τα παγάκια μέσα στο καταχείμωνο, τις ψηλές μπότες με τα σχοινιά και τα κορδόνια και τα κατάμαυρα ρούχα. Δημιουργεί μια αντίθεση, είναι η αλήθεια, μέσα σε τόση γραβάτα όλο αυτό. Άρχισα να το διασκεδάζω. Όχι με κακή πρόθεση. Αυτή η επαναλαμβανόμενη πρωινή συνάντηση, έμοιαζε κάπως με ραντεβού.

Ακριβώς σε αυτό το σημείο, μας ανακοίνωσαν πως τα γραφεία μας θα μεταφερθούν. Πολύ μακριά. Έβαλα τα γέλια μέσα μου. Μετά από 17 χρόνια στον ίδιο εργασιακό χώρο, διανύοντας την ίδια απόσταση καθημερινά, ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, έπρεπε ακριβώς αυτή τη χρονική στιγμή να μετακομίσουμε. Μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και μεταφερθήκαμε σε νέα χλιδάτα γραφεία όπου μας επέβαλαν και dress code -μάϊ ας- τον οποίο ουδόλως ακολουθώ -τα 532 σκουλαρίκια μου παρέμειναν περήφανα στα αυτιά μου, ευχαριστώ πολύ- και τρώμε και γεύμα σε τραπεζαρία καθημερινώς. Και βγαίνουμε κι εμείς τώρα έξω να καπνίσουμε. Περιττό να περιγράψω τα μπινελίκια που έριξα βέβαια. Αποχαιρέτησα πάντως νοερά τον μελαχροινό καπνιστή και ήμουν σίγουρη πως δεν θα τον ξαναδώ ποτέ πια.

Σήμερα μέσα στο λεωφορείο και ενώ έβρεχε έξω λάσπη, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα. Εγώ καθόμουν κρυμμένη στη φυσαρμόνικα (παίρνω το διπλό λεωφορείο). Χωρίς να με δει ήρθε και έκατσε μπροστά μου. Καθώς γύρισε το κεφάλι του κάποια στιγμή με είδε και με αναγνώρισε.
Δεν χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλο, ενώ θα μπορούσαμε. Δεν είπαμε καλημέρα ο ένας στον άλλο, ενώ θα μπορούσαμε. Απλά κοιταχτήκαμε και ο καθένας κατέβηκε όταν ήρθε η ώρα του στη στάση του. Στα αυτιά μου έπαιζε αυτό και το βρήκα πολύ ταιριαστό :



Τώρα μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι ήταν η τελευταία φορά που τον είδα.