Σελίδες

Σάββατο, Μαρτίου 19, 2011

Away


... «Είστε καλά;»...
Ελάχιστο φως καταφέρνει και γλιστρά μέσα από τα βλέφαρα.
... «Με ακούτε;»...
Οι ήχοι μοιάζουν ξεθωριασμένοι, περισσότερο μακρινοί ή βουβοί, θα έλεγε κανείς.
... «Γρήγορα! Κάποιος να καλέσει για βοήθεια!»

Λίγη ώρα νωρίτερα κάπου στα προάστια, ο Δημήτρης άνοιξε την πόρτα του μπαρ και, κρατώντας στο χέρι του ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι ουίσκι, φριχτά αμπαλαρισμένο με μια χαρτοσακούλα, κατέβηκε το ένα και μοναδικό σκαλοπάτι που είχε μπροστά του. Με τη σόλα του αθλητικού του παπουτσιού να ακουμπά στο έδαφος, ένας ήχος από τα βάθη του στομαχιού του σήμανε την έναρξη βηματισμού προς το αυτοκίνητό του. Θαρρείς πως ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ολυμπιονίκες, σωστά τοποθετημένος στο σημείο έναρξης του αγώνα για τα 100 μέτρα μετ' εμποδίων, περιμένοντας τον κατσούφη, βαριεστημένο διαιτητή να τραβήξει τη σκανδάλη.
Με πρόχειρες αλλά απότομες κινήσεις προσπάθησε να βρει σε ποια κλειδαριά αυτοκινήτου ταίριαζε το κλειδί που είχε στο χέρι του. Αν το επόμενο πρωινό, οι εφημερίδες έγραφαν για μαζικό βανδαλισμό αυτοκινήτων, σίγουρα θα αναφέρονταν στο κλειδί του Δημήτρη, το οποίο διέγραφε μαγικά μονοπάτια στις πόρτες των άτυχων οχημάτων! Μα, ιδού! Αυτό πρέπει να κάνει! Αυτό πρέπει να είναι το δικό του αυτοκίνητο!
Ξεκλείδωσε. Άνοιξε την πόρτα, πέταξε μέσα τη σακούλα με το ουίσκι, μια τσάντα και το κινητό του και κατευθύνθηκε προς τη μεριά του συνοδηγού. Άνοιξε την πόρτα. Κάθισε στη θέση του συνοδηγού και έβγαλε ένα μικρό μπουκάλι με νερό από το ντουλαπάκι.
«Από πότε είναι αυτό εδώ μέσα;» παραξενεύτηκε.
Έριξε όλο το νερό στο πρόσωπό του και περίμενε να έρθει στα ίσια του. Πέντε λεπτά μετά ξαναγύρισε στη θέση του οδηγού κι έβαλε μπροστά τον κινητήρα του αυτοκινήτου...

... «Δεν ξέρω πώς έγινε! Εκεί που καθόμουν»...
Η εικόνα τρεμοσβήνει και ο ήχος σαν να χάνεται...
... «Ας βοηθήσει κάποιος!»...

Μέχρι να καταλάβει πού βρισκόταν ο Δημήτρης χάζευε γύρω γύρω σαν μικρό παιδί που απομακρύνθηκε για πρώτη φορά από το σπίτι του, σε ένα άγνωστο πια γι' αυτόν μέρος.
«Τι θες εσύ εδώ τέτοια ώρα;» άκουσε τη μητέρα του να του φωνάζει.
«Δεν έχω ιδέα» απάντησε άψυχα «απλά μπήκα στο αυτοκίνητο και τελικά είπα να περάσω μια βόλτα από εδώ, πριν επιστρέψω στο σπίτι».
Ο Δημήτρης είχε πάρα πολύ καιρό να επισκεφτεί τη μητέρα του, ακόμα και από τότε που έχασε τον πατέρα του. Ο τελευταίος τον αδίκησε αρκετά όσο ήταν στη ζωή και μαζί με αυτόν η μπάλα πήρε και τη μητέρα του. Τον υποστήριζε σε κάθε του κίνηση, ειδικά όταν ο γερο-Ντίνος κατσάδιαζε τον τριαντάχρονο γιο του σαν να ήταν ο πρώτος αλήτης του σχολείου...
Κάθισε στο πλατύσκαλο της βεράντας, μη δίνοντας σημασία στο περίεργα άγριο βλέμμα της μητέρας του και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Λίγο να συνέλθω, ρε μάνα, και θα σε αφήσω στην ησυχία σου» συνέχισε.
«Καλά» είπε πιο ήρεμα τώρα η μητέρα του «αλλά να γυρίσεις πίσω γρήγορα, δεν είναι ωραίο να σε δουν εδώ».
Ο Δημήτρης έβγαλε από την τσέπη του μια χαρτοπετσέτα που κουβάλησε μαζί του από το μπαρ, σκούπισε το πρόσωπό του και σηκώθηκε για να πάει στο αυτοκίνητο.
«Να προσέχεις τώρα που επιστρέφεις» φώναξε για τελευταία φορά η μητέρα του και χάθηκε πίσω από τον κορμό του μεγάλου δέντρου της που δέσποζε στο κέντρο της αυλής...

... «Ναι! Γυναίκα, αλλά δεν έχω ιδέα!»...
Πάλι αυτός ο ήχος... και αυτή η εικόνα! Σαν κάποιος να έχει βάλει μπροστά μια παλιά μπομπίνα με το έργο να παίζει με το ζόρι...

Ο Δημήτρης άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του, μπήκε μέσα και πέταξε τα κλειδιά του στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα χωρίς να κλειδώσει. Προχώρησε στο σαλόνι και με μισοκλειστά μάτια κάθισε στη μεγάλη πολυθρόνα, βγάζοντας το μπουκάλι από τη χαρτοσακούλα και κάνοντας μια απότομη κίνηση να πιάσει το τηλεχειριστήριο. Σταμάτησε όταν είδε τη Λία, παντρεμένη μαζί του 6 ολόκληρα χρόνια, να λαγοκοιμάται στον καναπέ.
«Γύρισα» της ψιθύρισε στο αυτί.
Η Λία άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε. Είχε αυτά τα υγρά μάτια όταν σε κοιτούσε, που δεν ήξερες αν μόλις πριν λίγο σταμάτησε να κλαίει ή αν ετοιμαζόταν από στιγμή σε στιγμή να το κάνει!
«Δεν σε περιμέναμε τόσο νωρίς» του είπε πειράζοντάς τον.
Ο Δημήτρης τη φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και κάθισε πάλι στην πολυθρόνα του.
«Τηλεφώνησε η Έφη πριν λίγο και σε ήθελε για να κανονίσετε κάτι...για κάποια εκδήλωση, λέει, δεν κατάλαβα και πολλά» είπε η Λία στο Δημήτρη.
«Ναι ε; Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάει. Θα της τηλεφωνήσω να δω» απάντησε ο Δημήτρης.
«Πάρε καλύτερα στο κινητό, δε θα έχει γυρίσει ακόμα από τη δουλειά της».
«Σωστά» σκέφτηκε ο Δημήτρης «αλλά το κινητό μου είναι μάλλον στο αυτοκίνητο» συνέχισε και προχώρησε προς την έξοδο.
«Πήγαινε πίσω τότε, ξεχασιάρη!» είπε χαμογελώντας η Λία.
Ο Δημήτρης άνοιξε την εξώπορτα και βάδισε προς το αυτοκίνητο...

Το επόμενο πρωί ο Δημήτρης ξύπνησε με την πρώτη επίσκεψη των γιατρών. Τρομαγμένος όπως ήταν, ανασηκώθηκε απότομα και ένας από τους επισκέπτες τόλμησε να τον επαναφέρει σχεδόν βίαια στη θέση του.
«Μην κουράζεστε, κύριε, είστε ήδη αρκετά ταλαιπωρημένος» είπε ο γιατρός.
Ο Δημήτρης παρέμεινε ακίνητος για αρκετή ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε γίνει. Από την ώρα που έφυγε από το μπαρ μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε σχεδόν ανήμπορος σε αυτό κρεβάτι.
«Η Λία; Η σύζυγός μου;» ρώτησε με γουρλωμένα μάτια.
«Δυστυχώς» απάντησε πάλι ο γιατρός, περισσότερο ήρεμα «Η σύγκρουση ήταν σφοδρή και το χτύπημα μοιραίο... δεν καταφέραμε να τη σώσουμε»...

...Το ίδιο απόγευμα ο Δημήτρης τηλεφώνησε και μίλησε με την Έφη. Συμφώνησαν και οι δυο πως το μνήμα της Λίας θα φτιαχτεί δίπλα από αυτό της μητέρας του.