Επιτέλους, μπαίνω σπίτι. Πετάω τις μπότες μου όπου βρω και τρέχω στην καφετιέρα. Μέχρι να γίνει ο αρωματικός καφές, ανάβω το θερμοσίφωνο και βάζω στο cd player ένα cd. Δεν θέλω να ξαναφύγω από το σπίτι. Είμαι κουρασμένη και δεν έχω κουράγιο να λούσω τα μαλλιά μου. Η μελωδίες που ακούγονται από τα ηχεία με κατευνάζουν. Ηρεμούν το μέσα μου και διώχνουν την ένταση που έχει συσσωρευτεί από τις 7 το πρωί στους μυς μου.
Κάθομαι για λίγο στον καναπέ μου απολαμβάνοντας το άρωμα του καφέ και προσπαθώ να ξεγελάσω τον αυχένα μου και να τον πείσω ότι δεν πονάει. Δεν θέλω να πάω. Μου το χαλάσανε. Αυτά τα χρόνια, αυτοί οι άνθρωποι... μου το χαλάσανε. Είναι αυτή ακριβώς η στιγμή που νιώθω πως με τη μουσική είμαστε εχθροί. Δεν την θέλω. Ανάβω τσιγάρο στεναχωρημένη που νιώθω έτσι. Διαφωνώ με τον εαυτό μου ασθενικά. Προσπαθώ να τον πείσω πως κανένας δεν έχει τη δύναμη να με χωρίσει από την αγαπημένη μου συντρόφισα.
Δεν θέλω να πάω.
Κάνω μπάνιο στα γρήγορα, χωρίς κέφι, λες και ετοιμάζομαι να πάω να συναντήσω ένα κακό εραστή και λούζω τα μαλλιά μου. Εκνευρίζομαι με το πείσμα μου να κρατάω πάνω στο κεφάλι μου όλη αυτή τη μαλλούρα που θέλει τόσες ώρες φροντίδα. Φορώντας το μπουρνούζι μου και στάζοντας νερά, τσεκάρω τα mail μου για να δω τι ώρα πρέπει να είμαι εκεί και υπολογίζω την ώρα που μου έχει απομείνει. Δεν θέλω να πάω.
Κοιτάζοντας μέσα στην ντουλάπα, δεν μπορώ να ξεχωρίσω ρούχα. Είναι όλα μαύρα. Πίσω στο βάθος ένα δαντελένιο φόρεμα μου κλείνει το μάτι. Δεν το έχω ξαναβάλει και σκέφτομαι πως οι δαντέλες και οι βικτωριανές μου καρφίτσες, ίσως μου φτιάξουν το κέφι.
- "Ποιά cd θα πάρεις μαζί σου;"
Κρατάει παραμάσχαλα την τσάντα μου και είναι έτοιμος να αρχίσει να τη γεμίζει ενθουσιασμένος. Χαμογελάω από μέσα μου με την τρυφερότητά του. Θα ψάχνει μια ώρα μέσα στις γυάλινες προθήκες να βρει τα cd που του λέω καθώς εγώ θα ετοιμάζομαι.
Δεν θέλω να πάω.
Αρχίζω να βάφομαι και σκέφτομαι πως τη μισώ αυτή τη διαδικασία. Δεν νομίζω ότι μπορώ να μισήσω κάτι περισσότερο από το να απλώνω σκιά πάνω στα μάτια μου, η οποία πάντα μου βγαίνει σαν μουτζούρα. Κοιτάζω τις ρυτίδες μου και εύχομαι σιωπηλά να μπορούσα να πω ότι είναι ρυτίδες γέλιου. Εύχομαι να είχα γελάσει τόσο πολύ στη ζωή μου ώστε να τις βλέπω περήφανη τώρα στον καθρέφτη, αναπολώντας ευχάριστες στιγμές. Δεν είναι ρυτίδες γέλιου όμως...
Δεν θέλω να πάω.
Βάζω το αγαπημένο μου άρωμα και γεμίζει το σπίτι ευωδιά. Αμέσως το μετανιώνω. Τόσο, που είμαι έτοιμη να μπω στη μπανιέρα ξανά, να πλυθώ, να φύγει η μυρωδιά και μετά να βάλω άλλο. Δεν έχω χρόνο όμως. Θυμάμαι αυτόματα, με αυτόν τον τρόπο που ανακαλούν εικόνες μέσα στο κεφάλι σου οι μυρωδιές και οι γεύσεις, τα Σαββατοκύριακα που έμενα μαζί του. Όταν πηγαίναμε στην κουζίνα για καφέ και μετά ανεβαίναμε πάλι στο δωμάτιο για να βγούμε στη μεγάλη βεράντα να τον πιούμε κοιτάζοντας τη θάλασσα, το δωμάτιο μύριζε ακριβώς έτσι. Κι εγώ χαιρόμουν κρυφά που θα έμενε κάτι από την παρουσία μου εκεί, ακόμα κι όταν θα είχα φύγει.
Μαλώνω τον εαυτό μου πολύ αυστηρά. Του υπενθυμίζω ότι δεν έχει κανένα νόημα να τα θυμάται αυτά και ξέρω ότι είμαι άδικη μαζί του γιατί δεν φταίει. Συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους να θυμούνται πράγματα με αφορμή, μυρωδιές, γεύσεις, ήχους και χρώματα. "Να αλλάξεις άρωμα!" του γκαρίζω σιωπηλά και μετά το μετανιώνω πάλι, γιατί κι αυτό είναι άδικο, επειδή του αρέσει πολύ αυτό το άρωμα και του ταιριάζει κιόλας. Καθώς στριμώχνω τα πόδια μου μέσα στις ψηλοτάκουνες μπότες, με ξαναμαλώνω, υπενθυμίζοντάς μου πως πρέπει να χαίρομαι για αυτές τις αναμνήσεις και πως πρέπει να είμαι ευγνώμων σε εκείνον που μου τις χάρισε. Που μου έδωσε τόσα πολλά καλά πράγματα να θυμάμαι. Άλλοι δεν ήταν άξιοι και ικανοί να μου χαρίσουν απολύτως τίποτα και μου δίδαξαν πόσο ενοχλητικό και δυσάρεστο είναι το συναίσθημα της αποστροφής και της περιφρόνησης. Δεν θέλω να πάω, αλλά θα παω!
Βγαίνω στη λεωφόρο για ταξί. Μόνη. Τα αυτοκίνητα περνάνε και μερικοί κορνάρουν καθώς με βλέπουν να περιμένω. Συνήθως από τα αυτοκίνητά τους ακούγονται πολύ δυνατά λαϊκά τραγούδια. Είναι τόσο γελοία εκνευριστικοί, που χαίρομαι όταν βρίσκω γρήγορα ταξί.
Μπαίνω στο μαγαζί. Μόνη. Ο Θ. είναι ήδη εκεί. Μια αέναη φιγούρα μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια. Αδιάβλητος και απαράλαχτος. Έχω καιρό να τον δω και χαίρομαι που βλέπω πως μερικά πράγματα, μερικοί άνθρωποι δεν αλλάζουν. Ανεβαίνουμε στα πλατό και βγάζουμε τα cd μας. Κι εκείνη την ώρα, όταν οι πρώτες νότες αρχίζουν να βγαίνουν από το cd που έχουμε βάλει εμείς, προκαλώντας δονήσεις στους τοίχους και τα σώματα, συνειδητοποιώ, πως τίποτα και κανένας δεν μπορούν να μου χαλάσουν τίποτα. Είναι δικά μου. Είναι κεκτημένα μου. Είναι τα χρόνια της ζωή μου. Είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μου. Κι απλώνω ένα τεράστιο χαμόγελο στα κοκκινοβαμμένα χείλια μου και βγάζω με κέφι cd μπροστά μας, γεμάτη σιγουριά για αυτό που είμαι εγώ και που ποτέ δεν θα γίνουν αυτοί. Βλέπω κάποιον στην άλλη άκρη του μαγαζιού και θυμάμαι την εποχή που σχεδόν παιδάκι ακόμα μάθαινα... Ο Γ. έρχεται, ανεβαίνει πάνω στα πλατό και με φιλάει τρυφερά στο κεφάλι. Ένας τεράστιος πανέμορφος άντρας γεμάτος piercing και tattoo που όλα αυτά τα χρόνια μου θυμίζει βράχο ακούνητο. Ο άλλος Γ. έρχεται και με φιλάει κι αυτός. "Κούκλα μου, σ'αγαπώ πολύ" μου λέει και ξέρω πως το εννοεί. Με εκτιμάει ακόμα και μετά από δύο ταξίδια στη Γερμανία που έχουμε κάνει παρέα, πεινασμένοι, κουρασμένοι να τρέχουμε από live σε live, μουρτζούφληδες το πρωί, σε υπερδιέγερση το βράδυ...
Έρχεται και ο Β. και με ρωτάει που ξαναπαίζω και πότε. Έρχεται κι ένας γλυκός πιτσιρικάς και μας ρωτάει για τους Tones On Tail.
"Dance Society έφερες;" με ρωτάει ο Θ. αυστηρά και νιώθω πως άμα δεν έχω φέρει, θα με μαλώσει. Κοιτάω τις συλλογές μου και του ανακοινώνω περήφανη πως έχω.
"Ωραία, για δώσε" λέει και του πασάρω το cd.
Καθώς κάνει την αλλαγή, φυσάω τον καπνό από το τσιγάρο μου, πίνω μια γουλιά από το ποτό μου και σκέφτομαι πως η μουσική είναι μια μοναχική διαδικασία. Σε καμία ώρα θα επαναλάβω αυτή την ατάκα σε κάποιον που θα μου κάψει τα ολοκαίνουρια δαντελένια μανίκια μου και θα συμφωνήσει μαζί μου. Και θα νιώθω, πως όλοι οι υπόλοιποι, δεν έχουν καμία θέση εκεί. Τίποτα δεν χάλασε. Ήμουν εκεί.
Κάθομαι για λίγο στον καναπέ μου απολαμβάνοντας το άρωμα του καφέ και προσπαθώ να ξεγελάσω τον αυχένα μου και να τον πείσω ότι δεν πονάει. Δεν θέλω να πάω. Μου το χαλάσανε. Αυτά τα χρόνια, αυτοί οι άνθρωποι... μου το χαλάσανε. Είναι αυτή ακριβώς η στιγμή που νιώθω πως με τη μουσική είμαστε εχθροί. Δεν την θέλω. Ανάβω τσιγάρο στεναχωρημένη που νιώθω έτσι. Διαφωνώ με τον εαυτό μου ασθενικά. Προσπαθώ να τον πείσω πως κανένας δεν έχει τη δύναμη να με χωρίσει από την αγαπημένη μου συντρόφισα.
Δεν θέλω να πάω.
Κάνω μπάνιο στα γρήγορα, χωρίς κέφι, λες και ετοιμάζομαι να πάω να συναντήσω ένα κακό εραστή και λούζω τα μαλλιά μου. Εκνευρίζομαι με το πείσμα μου να κρατάω πάνω στο κεφάλι μου όλη αυτή τη μαλλούρα που θέλει τόσες ώρες φροντίδα. Φορώντας το μπουρνούζι μου και στάζοντας νερά, τσεκάρω τα mail μου για να δω τι ώρα πρέπει να είμαι εκεί και υπολογίζω την ώρα που μου έχει απομείνει. Δεν θέλω να πάω.
Κοιτάζοντας μέσα στην ντουλάπα, δεν μπορώ να ξεχωρίσω ρούχα. Είναι όλα μαύρα. Πίσω στο βάθος ένα δαντελένιο φόρεμα μου κλείνει το μάτι. Δεν το έχω ξαναβάλει και σκέφτομαι πως οι δαντέλες και οι βικτωριανές μου καρφίτσες, ίσως μου φτιάξουν το κέφι.
- "Ποιά cd θα πάρεις μαζί σου;"
Κρατάει παραμάσχαλα την τσάντα μου και είναι έτοιμος να αρχίσει να τη γεμίζει ενθουσιασμένος. Χαμογελάω από μέσα μου με την τρυφερότητά του. Θα ψάχνει μια ώρα μέσα στις γυάλινες προθήκες να βρει τα cd που του λέω καθώς εγώ θα ετοιμάζομαι.
Δεν θέλω να πάω.
Αρχίζω να βάφομαι και σκέφτομαι πως τη μισώ αυτή τη διαδικασία. Δεν νομίζω ότι μπορώ να μισήσω κάτι περισσότερο από το να απλώνω σκιά πάνω στα μάτια μου, η οποία πάντα μου βγαίνει σαν μουτζούρα. Κοιτάζω τις ρυτίδες μου και εύχομαι σιωπηλά να μπορούσα να πω ότι είναι ρυτίδες γέλιου. Εύχομαι να είχα γελάσει τόσο πολύ στη ζωή μου ώστε να τις βλέπω περήφανη τώρα στον καθρέφτη, αναπολώντας ευχάριστες στιγμές. Δεν είναι ρυτίδες γέλιου όμως...
Δεν θέλω να πάω.
Βάζω το αγαπημένο μου άρωμα και γεμίζει το σπίτι ευωδιά. Αμέσως το μετανιώνω. Τόσο, που είμαι έτοιμη να μπω στη μπανιέρα ξανά, να πλυθώ, να φύγει η μυρωδιά και μετά να βάλω άλλο. Δεν έχω χρόνο όμως. Θυμάμαι αυτόματα, με αυτόν τον τρόπο που ανακαλούν εικόνες μέσα στο κεφάλι σου οι μυρωδιές και οι γεύσεις, τα Σαββατοκύριακα που έμενα μαζί του. Όταν πηγαίναμε στην κουζίνα για καφέ και μετά ανεβαίναμε πάλι στο δωμάτιο για να βγούμε στη μεγάλη βεράντα να τον πιούμε κοιτάζοντας τη θάλασσα, το δωμάτιο μύριζε ακριβώς έτσι. Κι εγώ χαιρόμουν κρυφά που θα έμενε κάτι από την παρουσία μου εκεί, ακόμα κι όταν θα είχα φύγει.
Μαλώνω τον εαυτό μου πολύ αυστηρά. Του υπενθυμίζω ότι δεν έχει κανένα νόημα να τα θυμάται αυτά και ξέρω ότι είμαι άδικη μαζί του γιατί δεν φταίει. Συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους να θυμούνται πράγματα με αφορμή, μυρωδιές, γεύσεις, ήχους και χρώματα. "Να αλλάξεις άρωμα!" του γκαρίζω σιωπηλά και μετά το μετανιώνω πάλι, γιατί κι αυτό είναι άδικο, επειδή του αρέσει πολύ αυτό το άρωμα και του ταιριάζει κιόλας. Καθώς στριμώχνω τα πόδια μου μέσα στις ψηλοτάκουνες μπότες, με ξαναμαλώνω, υπενθυμίζοντάς μου πως πρέπει να χαίρομαι για αυτές τις αναμνήσεις και πως πρέπει να είμαι ευγνώμων σε εκείνον που μου τις χάρισε. Που μου έδωσε τόσα πολλά καλά πράγματα να θυμάμαι. Άλλοι δεν ήταν άξιοι και ικανοί να μου χαρίσουν απολύτως τίποτα και μου δίδαξαν πόσο ενοχλητικό και δυσάρεστο είναι το συναίσθημα της αποστροφής και της περιφρόνησης. Δεν θέλω να πάω, αλλά θα παω!
Βγαίνω στη λεωφόρο για ταξί. Μόνη. Τα αυτοκίνητα περνάνε και μερικοί κορνάρουν καθώς με βλέπουν να περιμένω. Συνήθως από τα αυτοκίνητά τους ακούγονται πολύ δυνατά λαϊκά τραγούδια. Είναι τόσο γελοία εκνευριστικοί, που χαίρομαι όταν βρίσκω γρήγορα ταξί.
Μπαίνω στο μαγαζί. Μόνη. Ο Θ. είναι ήδη εκεί. Μια αέναη φιγούρα μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια. Αδιάβλητος και απαράλαχτος. Έχω καιρό να τον δω και χαίρομαι που βλέπω πως μερικά πράγματα, μερικοί άνθρωποι δεν αλλάζουν. Ανεβαίνουμε στα πλατό και βγάζουμε τα cd μας. Κι εκείνη την ώρα, όταν οι πρώτες νότες αρχίζουν να βγαίνουν από το cd που έχουμε βάλει εμείς, προκαλώντας δονήσεις στους τοίχους και τα σώματα, συνειδητοποιώ, πως τίποτα και κανένας δεν μπορούν να μου χαλάσουν τίποτα. Είναι δικά μου. Είναι κεκτημένα μου. Είναι τα χρόνια της ζωή μου. Είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μου. Κι απλώνω ένα τεράστιο χαμόγελο στα κοκκινοβαμμένα χείλια μου και βγάζω με κέφι cd μπροστά μας, γεμάτη σιγουριά για αυτό που είμαι εγώ και που ποτέ δεν θα γίνουν αυτοί. Βλέπω κάποιον στην άλλη άκρη του μαγαζιού και θυμάμαι την εποχή που σχεδόν παιδάκι ακόμα μάθαινα... Ο Γ. έρχεται, ανεβαίνει πάνω στα πλατό και με φιλάει τρυφερά στο κεφάλι. Ένας τεράστιος πανέμορφος άντρας γεμάτος piercing και tattoo που όλα αυτά τα χρόνια μου θυμίζει βράχο ακούνητο. Ο άλλος Γ. έρχεται και με φιλάει κι αυτός. "Κούκλα μου, σ'αγαπώ πολύ" μου λέει και ξέρω πως το εννοεί. Με εκτιμάει ακόμα και μετά από δύο ταξίδια στη Γερμανία που έχουμε κάνει παρέα, πεινασμένοι, κουρασμένοι να τρέχουμε από live σε live, μουρτζούφληδες το πρωί, σε υπερδιέγερση το βράδυ...
Έρχεται και ο Β. και με ρωτάει που ξαναπαίζω και πότε. Έρχεται κι ένας γλυκός πιτσιρικάς και μας ρωτάει για τους Tones On Tail.
"Dance Society έφερες;" με ρωτάει ο Θ. αυστηρά και νιώθω πως άμα δεν έχω φέρει, θα με μαλώσει. Κοιτάω τις συλλογές μου και του ανακοινώνω περήφανη πως έχω.
"Ωραία, για δώσε" λέει και του πασάρω το cd.
Καθώς κάνει την αλλαγή, φυσάω τον καπνό από το τσιγάρο μου, πίνω μια γουλιά από το ποτό μου και σκέφτομαι πως η μουσική είναι μια μοναχική διαδικασία. Σε καμία ώρα θα επαναλάβω αυτή την ατάκα σε κάποιον που θα μου κάψει τα ολοκαίνουρια δαντελένια μανίκια μου και θα συμφωνήσει μαζί μου. Και θα νιώθω, πως όλοι οι υπόλοιποι, δεν έχουν καμία θέση εκεί. Τίποτα δεν χάλασε. Ήμουν εκεί.