Τα γοτθικά πλάσματα, είναι πλάσματα υπέρμετρης κομψότητας και αέρινης κίνησης. Δεν είναι πλάσματα της νύχτας - είναι μεγάλος μύθος αυτός. Είναι πλάσματα φωτός, που κινούνται με χάρη, απαλά, σαν να γλιστράνε στο χωροχρόνο. Διαχέονται, κατακερματίζονται, ανασυντίθενται, αθόρυβα σχεδόν και επαναπροσδιορίζονται, με αδιόρατα αντιληπτή λεπτότητα. Ο τρόπος που κινούνται -όταν δεν είναι προσποιητός- αποτελεί τη μεγαλύτερη γοητεία τους. "Προσποιητός". Αυτή είναι σημαντική λέξη. Για αυτή και μόνο, απαρνήθηκα ολόκληρο το γένος. Τη "φυλή" όπως συνηθίζω να λέω. Η διάβρωση θαρρώ, ήλθε με την πάροδο του χρόνου. Η λεπτεπίλεπτη γοητεία τους, αποτέλεσε αντικείμενο φθόνου για τα άλλα, συνηθισμένα, ανιαρά, άκομψα πλάσματα. Επρόκειτο για ένα διαβολικό ενθουσιασμό, που έμοιαζε με έρωτα αλλά δεν ήταν. Ήθελαν αν γίνουν κι αυτά μοναδικά, αέρινα, μυστηριώδη. Κι έτσι οι ποιητικά ξεχωριστοί, αφού πετροβολήθηκαν, και σαρκάστηκαν, ανακατεύτηκαν τελικά με τους θλιβερά πληκτικούς λοιπούς, που παρεισέφρησαν στα σαγηνευτικά σκοτάδια που κινούνταν τα γοτθικά πλάσματα. Η γέννεση μιας φυλής, χωρίς ουσιαστική ταυτότητα και κυτταρική μνήμη.
Μου λείπουν αυτά τα λίγα λαμπερά πλάσματα που είχαν για κάδρο κακοφωτισμένους, σκοτεινούς χώρους. Μου λείπει η αρμονία στις κινήσεις, στην έκφραση, στο είναι και στο γίγνεσθαι. Αυτό που κάνει υποφερτή αυτή την αγωνιώδη έλλειψη, είναι το πασπαλισμένο με χρυσόσκονη πλάσμα που έχω δίπλα μου.