Σελίδες

Τετάρτη, Μαΐου 25, 2011

The Wild Ones


- "Τα σημερινά παιδιά δεν στρώνουν πετσετάκια!"
- "Για να μην ξεσκονίζουν, πλένουν και σιδερώνουν το κάνουν..."
(Παδιά, τα πετσετάκια δεν πάνε με τη μίνιμαλ επίπλωση!)

Περιμένω 15η στην ουρά για να με δει γιατρός του ΙΚΑ. Μια εβδομάδα άρρωστη το παλεύω χωρίς φάρμακα γιατί σε δέκα μέρες έχω αιμοδοσία και δεν πρέπει να έχω πιεί χάπια. Σήμερα δεν άντεξα. Έχω εξαντληθεί. Σέρνομαι, δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου και το πιο πιθανό είναι στα χάλια που είμαι, τόσο αδύναμη, να μην μου πάρουν αίμα τελικά. Οπότε περιμένω στην αυλή μιας μονοκατοικίας που χτίστηκε γύρω στο 1950, τον αξιότιμο Ιατρό -που μας έστησε 1 ώρα- παρέα με ένα σωρό χαριτωμένα γεροντάκια που καθώς περιμένουν έχουν πιάσει ψιλοκουβέντα. Η αυλή είναι σαν ζούγκλα από τη βλάστηση και γεμάτη κουνούπια. Μέρα μεσημέρι και μου έχει επιτεθεί ήδη ένα ολόκληρο σμήνος. Τα γερόντια δεν τα τσιμπάνε. Δεν ξέρω γιατί.

- "Έβγαλα τα μάτια μου μια ζωή να πλέκω και τελικά, ο γιός μου με πληροφόρησε πως δεν τα θέλει τα πετσετάκια!"
- "Έτσι είναι οι νέες νοικοκυρές! Βαριούνται να κάνουν δουλειές και τα πετσετάκια είναι μπελάς!"
Σκοτώνω ένα κουνούπι που έχει κάνει έφοδο στο μπράτσο μου.
(Παιδιά τα πετσετάκια δεν είναι πια της μόδας...)
- "Ο γιός μου δεν είναι νοικοκυρά!"
(Καλά τη σήμερον ημέρα μην παίρνεις και όρκο...)
- "Ε καλά! Αλλά οι νέες νοικοκυρές δεν το θέλουν το ωραίο..."
- "Τα πετσετάκια του γιατρού πάντως από μέσα τα κλέψανε. Τώρα έχει βάλει πλαστικά."
(Παναγία μου μεγαλόχαρη θα κάνω εμετό!)
- "Ε καλά είναι και τα πλαστικά!"
(Τα ακουστικά μου ρε γαμώτο τα έφερα ή τα ξέχασα στο σπίτι;)
- "Και τα πλαστικά θα τα κλέψουνε!"
(Μα τον Άγιο Νεκτάριο... Υπάρχει κάποιος που να θέλει να κλέψει πλαστικά πετσετάκια;)
- "Και τι να τα κάνουν τα πλαστικά πετσετάκια;"
(Άει γειά σου!)
- "Ξέρω γω; Πάντως ο γιατρός έβαλε κάμερα και τώρα μας καταγράφει!"

Κοιτάζουν όλοι επάνω. Κοιτάζω κι εγώ το κουτί του συναγερμού που καθόλου δεν μοιάζει με κάμερα και σκοτώνω άλλο ένα κουνούπι. Μέχρι να φύγω από δω, δεν θα μου έχει μείνει αίμα για την αιμοδοσία.

- " Και τι; Η κάμερα γράφει ότι λέμε;"
- "Αμέ!"
(Ευτυχώς όχι!)

Ψάχνω για ένα χαρτομάνδηλο μέσα στην τσάντα μου για να φυσήξω τη μύτη μου και βλέπω το μαύρο στυλό μου. Χαμογελάω αδύναμα, ανάβω ένα τσιγάρο (κάπου άκουσα ότι ο καπνός διώχνει και τα κουνούπια), πνίγομαι στο βήχα και απλώνω ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί που έχω στην τσάντα μου. Σταματούν να κοιτάζουν την "κάμερα"΄και στρέφονται όλοι προς το μέρος μου. Με κοιτάζουν καθώς ξεκινάω να γράφω τις πρώτες γραμμές, λες και έχω βγει από το ίδρυμα. Με τόσο πυρετό φοβήθηκα πως θα ξεχάσω τις ατάκες. Κακώς καλώ γιατρό στο σπίτι όταν αρρωσταίνω. Χάνω πολύ μεγάλα γλέντια...