Σελίδες

Πέμπτη, Αυγούστου 26, 2010

On The Road... Last Stop : Dusseldorf


Στριμωγμένη κάτω από μια μεγάλη σα μπαούλο βαλίτσα, ένα κουτί με μπότες, τσάντες και τσαντούλες με διάφορα αναμνηστικά και τα βινύλιά μου στο χέρι, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, κάνω ασκήσεις αεροβικής προσπαθώντας να πιω καφέ χωρίς να τον λουστώ και χαίρομαι που γυρίζω στη Γερμανία. Όλοι χαιρόμαστε που γυρίζουμε στη Γερμανία. Είναι περίεργο γιατί περάσαμε καλά και στο Βέλγιο και στην Ολλανδία. Δεν ξέρω γιατί χαίρονται οι άλλοι. Εγώ πάντως χαίρομαι γιατί αγαπώ τους Γερμανούς. Είναι όμορφος λαός και μου αρέσουν οι τρόποι τους. Μετά από 4 ταξίδια στη Γερμανία, ξέρω πια πως να τους φερθώ. Επιπρόσθετα, χαίρομαι γιατί είναι η προτελευταία ημέρα του ταξιδιού και εξακολουθώ να νιώθω έπαρση ότι τα έχω καταφέρει με όλα. Τόση ήταν η έπαρσή μου, που σκεφτόμουν πως τίποτα δεν θα μπορούσε να πάει στραβά το χρονικό διάστημα που απέμενε μέχρι να γυρίσω στο σπίτι μου. Είχα τον έλεγχο. Ακόμα. Έτσι νόμιζα.

Η Dusseldorf είναι μια βιομηχανική πόλη που όμως έχει κρατήσει το γραφικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής των σπιτιών που συναντάς σε όλη τη Γερμανία, σύγχρονη, μοντέρνα αλλά καθόλου θορυβώδης. Είναι μια πόλη γεμάτη ζωή αλλά χωρίς να κουράζει. Δεν ξέρω πως το έχουν καταφέρει οι Γερμανοί αυτό.

Φυσικά και χαθήκαμε μέσα στην πόλη. Ο Β. φεύγοντας είχε πάρει και το GPS μαζί, κι εμείς περάσαμε από την Ολλανδία στη Γερμανία, έχοντας μόνο μια φωτογραφία της οθόνης του laptop με το χάρτη που είχαμε κατεβάσει από το internet. Μιλάμε για μεγάλα γλέντια. Όχι ότι αγχώθηκα. Ίσα-ίσα. Εμένα μου άρεσε να είμαι στο πίσω κάθισμα και να βλέπω έξω από το παράθυρο.

Όταν τελικά βρήκαμε το ξενοδοχείο, διαπιστώσαμε για άλλη μια φορά, το πόσο τόπο πιάνουν τα χρήματα που διαθέτεις στο εξωτερικό για διαμονή. Με λίγα λόγια ήταν τέλειο. Δεν το είχα δει όταν κλείναμε δωμάτια. Δεν είχα ασχοληθεί μια και θα μέναμε μόνο μια βραδιά.

Το βράδυ βγήκαμε για φαγητό και πέσαμε πάνω σε μια περιοχή που μοιάζει πολύ με το δικό μας Ψυρρή. Έπαθα πλάκα. Όλοι οι Γερμανοί είχαν ξεχυθεί έξω, έπιναν, τραγουδούσαν, φορούσαν στολές αποκριάτικες και διασκέδαζαν. Ρώτησα τι το ειδικό είχε η συγκεκριμένη μέρα και γιόρταζαν έτσι. Δεν είχε τίποτα ειδικό. Απλά ήταν όλοι χαρούμενοι επειδή εκείνη την ημέρα, η θερμοκρασία είχε φτάσει τους 28 βαθμούς και είχαν βγει όλοι να το γιορτάσουν και να περάσουν καλά. Όμορφος και παρεξηγημένος λαός. Ήθελα να καθίσω όλο το βράδυ μαζί τους. Να πιω μπύρες, να τους γνωρίσω και να διασκεδάσω. Φυσικά, οι υπόλοιποι δεν με άφησαν. Κακός μπελάς με είχε βρει. Δεν ήθελα να γυρίσω στο ξενοδοχείο.

Ένα ταξίδι, χωρίς ευτράπελα, δεν έχει γλύκα. Ειδικά, όταν εκ προοιμίου έχεις ξεκινήσει θέλωντας να ζήσεις πολλές περιπέτειες. Δεν ήταν λίγα τα ευτράπελα της τελευταίας βραδιάς μας και καθώς τα συλογίζομαι, εύχομαι να είχα μείνει μέχρι το πρωί μαζί με τους Γερμανούς έξω. Τίποτα δεν θα πάθαινα. Ίσα-ίσα που τους αρέσουν οι μικροκαμωμένοι άνθρωποι σαν και μένα και φέρονται με ιδιαίτερη λεπτότητα. Δεν έγινε έτσι όμως, έγινε αλλιώς και υποθέτω, ότι σε κανένα μήνα, θα θυμάμαι την τελευταία βραδιά στην Dusseldorf και θα λιώνω στα γέλια. Ήδη έχω αρχίσει να έχω ένα ειρωνικό μειδίαμα στο στόμα. Η ανθρώπινη φύση δεν θα πάψει ποτέ να με απο-γοητεύει. Έμαθα πολλά πράγματα σε αυτό το ταξίδι. Περισσότερα από όσα έλπιζα.

Το επόμενο πρωί, ήμουν σαν ζόμπι. Ξεκίνησα μαζί με τους υπόλοιπους για Αθήνα. Όταν κατέβηκα κάτω μόνη μου να πιώ ένα καφέ, κράταγα στα χέρια μου ένα μικρό μουσικό κουτί που είχα πάρει για τον Αντρέα την προηγούμενη μέρα. Έπαιζε το Singing in the Rain του Sinatra και θυμόμουν τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν και είμασταν μαζί και είχα πάθει υστερία όταν έχασα το cd του Sinatra. Έβαλα τα γέλια. Γύρισα πίσω.

Το καλύτερο έγινε στο αεροδρόμιο της Dusseldorf. Έχω πάρει παραμάσχαλα χειραποσκευή με την ελπίδα να φέρω σώα στην Αθήνα τα βινύλια που αγόρασα. Μέσα στην τσάντα έχω ρίξει επίσης κάτι βάφλες, τυρί, φορτιστές και ένα σωρό άλλες μαλακίες που δεν τις θυμάμαι. Περνάω από σωματικό έλεγχο και με βάζουν να βγάλω τις αρβίλες. Όταν περνάω από αεροδρόμια βαράνε τα πάντα. Σκουλαρίκια, ζώνες, καρφιά, τα σίδερα στις αρβίλες... Περνάω και τρελαίνονται τα μηχανήματα. Εμένα ο νους μου ήταν στη χειραποσκευή. Πάω να πάρω την τσάντα και σκάει δίπλα μου ένας δίμετρος Γερμανός αστυνομικός με πλήρη εξοπλισμό και πολύ ωραία ματάκια. Ακόμα δεν είχα ανησυχήσει. Ανοίγουν την τσάντα μαζί με τον ελεγκτή πολύ σοβαροί και βγάζουν τις βάφλες και τα λοιπά φαγώσιμα. Εγώ στην κοσμάρα μου ακόμα. Με βάζουν να βγάλω τα πάντα (πάλι καλά που δεν είχα και τίποτα εσώρουχα μέσα...)
Μόλις πάνε να πιάσουν τα βινύλια, παθαίνω υστερία. "Παιδιά με το μαλακό" τους λέω και παίρνω αγκαλιά τους δίσκους. Αυτοί πολύ σοβαροί ακόμα κι εγώ απορώ μήπως έχουν ενοχληθεί που κουβαλάω τις βάφλες μέσα στο αεροπλάνο. Με βάζουν να ανοίξω μια τσάντα από το Άμστερνταμ με αναμνηστικά. Σκέφτομαι πως έπεσα σε παράξενους ανθρώπους μια και η τσάντα έχει μέσα μαγνητάκια για το ψυγείο, τσίχλες stimorol και...
ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΧΕΙΡΟΠΕΔΕΣ ΜΕ ΜΑΥΡΑ ΓΟΥΝΑΚΙΑ!
Είχα ξεχάσει ότι είχα αγοράσει αυτό το αξεσουάρ για να κάνουμε πλάκα. Μόλις το βλέπω, βάζω τα γέλια και τις βγάζω έξω. Όλο το αεροδρόμιο που παρακολουθούσε τη σκηνή, έπεσε κάτω από τα γέλια. Ο καταδρομέας Γερμανός δίπλα μου, έβαλε τα γέλια κι αυτός. "Παιδιά δεν είμαι τρομοκράτης" τους λέω. "Άμα χρειαστείτε πάντως, σας τις δανείζω". "Έχω τις δικές μου" μου λέει ο ψηλός χαμογελώντας, δείχνοντας μου τα δικά του αξεσουάρ και εγώ βάζω τα γέλια εντυπωσιασμένη. Ο Π. από πίσω, φωνάζει "Είμαι περήφανος που ταξιδεύω μαζί της ρε!" σκασμένος στα γέλια. Πάλι ρεζίλι έγινα...

Την ώρα που πατήσαμε τα πόδια μας σε Ελληνικό έδαφος, ο Π. με τη Χ. με κοίταξαν χαμογελώντας πονηρά.

- "Δεν έρχεσαι σπίτι μας να κοιμηθείς απόψε;"
Τους κοίταξα παραξενεμένη.
- "Καλά δεν βαρεθήκατε να με τρώτε στη μάπα τόσες μέρες;"
- "Όχι! μου είπαν και οι δύο με μια φωνή.

Βγήκαμε από το αεροδρόμιο και πήραμε ένα ταξί.


pic : Art in the Lamp Museum (Belgium) by Luc


ΠΙ. ΕΣ. : Αντρέα διόρθωσε την ορθογραφία γιατί βαριέμαι!