Σελίδες

Παρασκευή, Αυγούστου 13, 2010

On The Road... Second Stop : Brugge (Belgium)

Κάθομαι στο συμπαθητικά άβολο γραφειάκι μου, ακούω το soundtrack που ανεβάσαμε με τον Αντρέα και αναπολώ την Brugge. Αν μπορεί να χαρακτηριστεί ένα μέρος παραμυθένιο, σίγουρα είναι αυτή η μικρή πόλη, την οποία μπορείς να γυρίσεις ολόκληρη μέσα σε ένα απόγευμα. Την πόλη, όχι τα μουσεία της. Είναι μικρή αλλά γεμάτη από ενδιαφέροντα μουσεία, εκθέσεις και κουκλίστικα σπιτάκια με κόκκινες σκεπές.

Αν δεν ήταν η "συμπεθέρα" του Β. -αυτό το gps όλο το βρίζαμε, δεν ξέρω γιατί- θα είχαμε βρεθεί σε καμία Πολωνία, βάζω στοίχημα.
Για να φτάσουμε στο Βέλγιο, διασχίσαμε τη μισή Γερμανία, περάσαμε μέσα από την Ολανδία -διασχίζοντας απέραντα καταπράσινα λειβάδια- και τελικά καθίσαμε να ξεκουραστούμε σε μια γραφική πλατεία, με κάστρα μέσα στα οποία παλιά ζούσαν κόμηδες και αρχοντοκυράδες, αφού είχαμε περάσει την αψιδωτή είσοδο της πόλης...
Κόντεψα να χαζέψω με την τόση αίγλη και καλογουστιά αυτής της πόλης, μα περισσότερο από όλα, χάρηκα την απροσδόκητη ηρεμία. Η Brugge είναι ίσως μια από τις πιο γαλήνιες πόλεις της Ευρώπης. Είναι γεμάτη με κομψά, μικρά μαγαζάκια με χειροποίητες δαντέλες και λινά, μικρά καφέ που σερβίρουν την καλύτερη μπύρα που έχω πιεί ποτέ, λίμνες που μέσα τους σεργιανίζουν πάπιες και κύκνοι, μικρούς κήπους και αυλές, όλα τόσο καλοβαλμένα, που νομίζεις πως έχεις πατήσει ένα κουμπί, έχεις γυρίσει το χρόνο πίσω και ζεις μέσα σε ένα παραμύθι.

Πήγαμε στο μουσείο σοκολάτας και κοντέψαμε να φύγουμε όλοι με σάκχαρο. Φυσικά αναστατώσαμε το σύμπαν και αναταράξαμε τα ήρεμα νερά της γαλήνιας αυτής πόλης μια και ο Β. άρχισε να φωνάζει μπροστά από μια προθήκη : " Άχου μωρή τι βρήκα; Σε αυτό το σερβίτσιο έπινε τη ζεστή σοκολάτα της η Μαρία Αντουανέτα! Τρέξε, τρέξε!" και άλλα τέτοια ωραία... Εννοείται πως κατασυγκινήθηκα με αυτό το έκθεμα.
Μετά πήγαμε σε ένα μουσείο με λάμπες. Όλη η ιστορία η σχετική με το φωτισμό, από τα πρωτόγονα χρόνια μέχρι σήμερα ήταν εκτεθειμένη εκεί και τα βρήκα όλα τόσο μαγικά που δεν έλεγα να ξεκουνήσω. Οι λάμπες που χρησιμοποιούσαν τον 17 και 18 αιώνα μου έκαναν τόση εντύπωση που δεν σταμάτησα να βγάζω φωτογραφίες ενώ -είμαι σχεδόν σίγουρη- ότι όλοι σκέφτονταν πόσο "χτυπημένη" είμαι...

Κάναμε αγώνα δρόμου για να προλάβουμε και την έκθεση του Miro αλλά εις μάτην. Τα πάντα στην Brugge λειτουργούν με απόλυτη τάξη και συνέπεια. Δέκα λεπτά αργότερα από την ώρα που έκλεινε η έκθεση φτάσαμε και παρ'όλα αυτά η συμπαθέστατη κατά τα άλλα μανταμίτσα στη ρεσεψιόν δεν μας άφησε να περάσουμε. Πολύ στεναχωρέθηκα και ο Β. για να με ηρεμήσει, με πήγε στον κήπο ενός παλιού, πέτρινου νοσοκομείου. Έμοιαζε με αυτά τα στοιχειωμένα ιδρύματα που βλέπουμε στα θρίλερ β΄ διαλογής. Μου άρεσε απίστευτα. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι λέγοντας ο ένας στον άλλο, πόσο θα θέλαμε, όταν θα γίνουμε εντελώς ραμολιά, να μας κλείσουν σε ένα τέτοιο ίδρυμα. Μέχρι και πτέρυγα διαλέξαμε, ενώ ο Μ. τραβούσε φωτογραφίες. Μας φαντάστηκα με τα πι και τα μπαστούνια και τις χοντρές ρόμπες να βολτάρουμε το πρωί σε αυτόν τον κήπο και έβαλα τα γέλια, οπότε ξεπέρασα το τραύμα με τον Miro.

Ψωνίσαμε -πάλι. Βρήκα χειροποίητες καραμέλες ευκάλυπτου, ένα κομψό μαντιλάκι με δαντέλα και το μονόγραμμά μου, μια δαντελένια καρφίτσα πεταλούδα -φυσικά σε μαύρο χρώμα- και το καλύτερό μου, ένα μενταγιόν με χειροποίητη δαντέλα αντίκα κλεισμένη μέσα του.

Είπα πως ηθελημένα θα πεινάσω φέτος στο ταξίδι. Κι έτσι έγινε, αν και στη Brugge που είναι τόσο κομψή, σχεδόν ντρέπεσαι να το παίξεις άφραγκος ταξιδιώτης. Έφαγα πεισματωμένη λιγδιασμένες πατάτες τηγανιτές με μαγιονέζα και ήπια μπύρα. Και καφέ. Νερό όχι. Το μπουκάλι έκανε 6 ευρώ εκεί, οπότε σκέφτηκα να κρατήσω τα λεφτά και να ανοίξω σαμπάνιες όταν με το καλό θα επιστρέφαμε. Πιο οικονομικά θα μου ερχόταν άμα το έκανα από το να πίνω νερό...

Χαλάρωσα στην Brugge και το βράδυ, κοίταζα έξω από το παράθυρο της σοφίτας που έμενα, τις στέγες των σπιτιών και τον ήσυχο, πλακόστρωτο δρόμο με τους παλιομοδίτικους φανοστάτες και ένιωθα χαρούμενη γιατί ήταν λες και ζούσα σε μια άλλη εποχή. Η Αθήνα μου φαινόταν τόσο μακρινή και καμία επιθυμία δεν είχα να γυρίσω πίσω. Δεν μπορούσα όμως να προσδιορίσω το soundtrack που έπαιζε στο κεφάλι μου και αυτό, με κάποιο τρόπο με ενοχλούσε. Καμία μελωδία, ούτε καν κλασική, δεν μπορούσα να ταιριάξω μέσα στο κεφάλι μου για αυτή την πόλη και αυτό με μπέρδευε. Στο τέλος απελπίστηκα και τα παράτησα. Κοίταζα μόνο το κομψό, βικτωριανό σημειωματάριο που μου είχε φέρει ο Β. από την Ιταλία φέτος τα Χριστούγεννα, που έχει αρχίσει να γεμίζει με εικόνες, χαρτάκια και καλλιγραφικά γραμμένες αράδες και χαιρόμουν. Χωρίς soundtrack όμως...

Στο ξενοδοχείο κατά τη διάρκεια του πρωινού, βρεθήκαμε σε μια πρώην σάλα χορού, με τζάκι, πολυέλαιους και μπροκάρ κουρτίνες, ενώ έπαιζε κλασική μουσική από ένα στερεοφωνικό και ο Β. επαναλάμβανε ότι με πάει στα "καλύτερα" πάντα. Γέλασα με την καρδιά μου. Και με τον Ιταλό ρεσεψιονίστ, που επέμενε να μου μιλάει στα Ιταλικά ενώ δεν καταλάβαινα λέξη. Πως βρέθηκε τώρα ο Ιταλός, από την ίδια πόλη που μένει ο Μ. στo Βέλγιο, δεν ξέρω. Είχε πλάκα πάντως.

Ακριβώς απέναντι από το ξενοδοχείο μας, είχε μια γοτθική -τι άλλο;- εκκλησία και μέσα έπαθα την πλάκα μου με τα έργα τέχνης, τα αγάλματα που ήταν ντυμένα με κανονικά ενδύματα και τη χορωδία. Άθεη είμαι, αυτό είναι γνωστό σε όλους, αλλά όταν πάμε ταξίδι, που με χάνεις, που με βρίσκεις, στις εκκλησίες τριγυρίζω. Είναι που με γοητεύει τόσο πολύ η αρχιτεκτονική τους, που είναι τόσο, μα τόσο διαφορετική από τις δικές μας εκκλησίες. Ανάμεσα σε τεράστιους τρούλους και αψιδωτά παράθυρα, εγώ προτιμώ το δεύτερο.

Γνωρίσαμε και κάτι Βέλγους, εκ των οποίων ο ένας μου είπε ολόκληρη την ιστορία της ζωής του. Η τελευταία του σύζυγος ήταν 26 ετών -αυτόν τον έκοβα για 50 και βάλε- και τον παράτησε παίρνοντας μαζί της και το παιδί τους. Ξένος άνθρωπος ήταν, είπα να μην ανοίξω το στόμα μου περί ανδρικής ηλιθιότητας. Άσε που σκοπός του ταξιδιού μου, ήταν ακριβώς αυτός. Να μαζέψω ανθρώπινες ιστορίες, οπότε και έβγαλα το σκασμό.

Φύγαμε βράδυ, με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια -νευρασθενικοί όλοι μας κατά βάση- σκεφτόμασταν πως δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε για πολλές μέρες τόση ηρεμία και από την άλλη, είμαι σίγουρη, ότι σκεφτόμασταν ότι η ζωή μας εδώ στην Αθήνα είναι τόσο τρελή, τόσο ψυχαναγκαστική και αγχώδης που θα αποζητούσαμε με νοσταλγία την ηρεμία της Brugge όταν θα γυρίζαμε πίσω. Σκέφτηκα πως γενικά σαν άνθρωπος κάνω πολύ φασαρία, οπότε ηρεμία, ξε-ηρεμία, άμα ήμουν μόνιμος κάτοικος εκεί θα μαζεύανε υπογραφές να με διώξουν. Ποιός αντέχει να ακούει πρωί-πρωί Σαββατιάτικα Bauhaus στη διαπασών; Μόνο τα γειτονάκια μου στην Αθήνα που θα μου πότιζαν και τις γλάστρες όσο έλειπα.

Βγήκαμε με μεγαλόπρεπα από την πόλη και ξεκινήσαμε για τον επόμενο προορισμό. Ακόμα έψαχνα το soundtrack...


P.S. Ακόμα με δανεικές φωτογραφίες τη βγάζω. Οι δικές μου μπορεί να πάνε και άπατες.