Σελίδες

Δευτέρα, Μαρτίου 14, 2011

TUBERCULOSIS 8
Forbidden Colours


Σ' αυτό το ξύλινο παρκέ με την καινουριοφορεμένη λάμψη, είχαν γλυστρίσει τα τακούνια της, αφήνοντας βαθιές χαρακιές, πολλές φορές στο παρελθόν αλλά νόμιζε ότι τις έχει ξεχάσει. Κι όμως... Ήταν σα να μπήκε σε μια μηχανή του χρόνου και να γύρισε πίσω με τέτοια ευκολία, που τα ενδιάμεσα χρόνια, έμοιαζαν απλώς σαν ένα όνειρο. Ανακατεύτηκαν οι ίδιες νότες με σχεδόν τον ίδιο κόσμο που βρισκόταν εκεί κι έγινε το κεφάλι της σαν θερινό σινεμά που δεν έλεγε να σταματήσει να παίζει χρωματιστές εικόνες, ενός παλιού εαυτού που νόμιζε ότι είχε καταχωνιάσει στο πατάρι.
Όταν είδε παλιά, γνώριμα πρόσωπα, οικεία, ναυαγισμένα, χτυπημένα από κακουχίες, τόσο αντίθετα μ'αυτήν την καινούργια λάμψη στο ξύλινο πάτωμα, δεν μπόρεσε να μην βουρκώσει, συγκρατώντας με κόπο τον εαυτό της να μην ξεσπάσει σε δυνατά αναφιλητά. Μπορεί οι χαρακιές να σβήστηκαν με το λούστρο από το ξύλινο πάτωμα, αλλά είχαν μείνει στις ψυχές αυτών που σαν δολοφόνοι γύριζαν στον τόπο του εγκλήματος, στα πρόσωπά τους, στις κινήσεις τους, στο είναι τους...

Ύστερα, με τύψεις που άδειαζαν με βιάση το ποτήρι της, σκέφτηκε πως πήγε να πατήσει ξανά με τα ψηλοτάκουνά της, πάνω σ'αυτό το ίδιο πάτωμα, κάνοντας ίσως νέες χαρακιές, αλλά πιο δυνατή από παλιά. Πιο σίγουρη και πιο σοφή, ένιωσε σαν ναυαγός που έχει επιβιώσει. Δεν ήταν πια η ίδια.

Το επόμενο πρωί, ήταν ένα από αυτά τα μισητά επόμενα πρωινά, που ο καφές είναι άγευστος, το στομάχι κάνει καταδύσεις και το κεφάλι είναι γεμάτο με τόσες μελωδίες που μπλέκονται μεταξύ τους κακομοιριασμένες και αποσπασματικές.

Άναψε τσιγάρο κι ας ήταν το τελευταίο πράγμα που έπρεπε να κάνει...



**********

TUBERCULOSIS 8
Forbidden Colours