Όσες φορές κι αν προσπάθησα να κρατήσω ημερολόγιο το άφησα στη μέση. Από πολύ μικρή ηλικία, όταν έβρισκα ένα τετράδιο ή σημειωματάριο που μου άρεσε περισσότερο, άλλαζα το παλιό με αυτό, με αποτέλεσμα να έχω ένα σωρό σημειωματάρια με μισοτελειωμένες ιστορίες. Δικές μου. Άμα τύχει και πέσει κανένα στα χέρια μου και το διαβάσω, γελάω με τις μαλακίες που γράφω. Σκέφτομαι πως δεν τα έζησα εγώ αυτά, αλλά κάποια άλλη. Άσε που με πιάνουν τα νεύρα μου γιατί θα ήθελα να έχω ένα σημειωματάριο σαν αυτό που είχε ο Άγγλος Ασθενής. Δερματόδετο, πολυκαιρισμένο και να τα έχει όλα μέσα.
Για το πρόσωπο που γιορτάζει σήμερα, δεν έχω γράψει ούτε μια γραμμή σε ημερολόγιο. Εντάξει, έχω γράψει τρανά χιουμοριστικά κείμενα στα Μπινελικώματα και απείρως σαρκαστικά δοκίμια στην παλιά σελίδα μου στο Μyspace -το πως γλίτωσα και δεν βρέθηκα με κομμένο το λαρύγγι είναι θαύμα- αλλά δεν έγραψα ποτέ κάτι αξιόλογο. Αντίθετα, για πρόσωπα που δεν το άξιζαν καθόλου, έγραψα. Έγραψα πολύ. Και μετά ξέχασα τα κείμενα και καλά έκανα. Τα πέταξα έτσι απλά χωρίς να με νοιάζει.
Η περίσταση δεν ταιριάζει για να γίνω ποιητική. Κι έχει περάσει τόσος καιρός που δεν έχει και νόημα. Με στεναχωρεί όμως -καθώς κάθομαι πάλι και χαζεύω με καμάρι τη σπάθα μου- που δεν έχω γράψει τίποτα. Εμ βέβαια! Τέτοιος μαλάκας που είμαι, αντιλαμβάνομαι τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση μετά το πέρας μιας ολόκληρης διετίας. "Πιό νωρίς δεν γίνεται ρε κοπελιά;" ρωτάω την κυρία στο μέσα δωμάτιο, αλλά αυτή τα έχει πάρει στο κρανίο μαζί μου και δεν μου μιλάει αυτές τις μέρες. Κι έχει δίκιο η παλιορουφιάνα, αλλά δεν της το λέω για να μην παίρνει αέρα.
Σήμερα λοιπόν, θυμήθηκα -κι ας μην έπρεπε- την προσωπική μας απομόνωση, σαν να μην υπήρχε άνθρωπος άλλος γύρω μας. Τα πρωινά στη βεράντα που μου άρεσε να βλέπω τη θάλασσα με τον καφέ μου έτοιμο στο τραπέζι. Το μπλε δωμάτιο που έμοιαζε λες και ήταν βυθός και το άρωμά μου που έμενε για ώρες στο χώρο, ακόμα κι αφού είχα φύγει. Θυμήθηκα τα ήρεμα βράδια που ανεβαίναμε παρέα την ξύλινη σκάλα. Θυμήθηκα την Πράγα και τα θερμαινόμενα πλακάκια στο πάτωμα του μπάνιου. Τη γυάλινη ντουζιέρα. Το ζεστό κρασί με τα μπαχαρικά στην πλατεία. Την κατακόμβη που είχαν μετατρέψει σε μπυραρία και τη ζεστή σούπα. θυμήθηκα το Ναύπλιο και τους ζεστούς λουκουμάδες με παγωτό πάνω στο κρεββάτι. Τη Λευκάδα με τις παρτίδες τάβλι, όπου γινόμουν τρελή από τα νεύρα γιατί δεν κέρδιζα ποτέ, ούτε ένα παιχνίδι. Το ξύλινο σκάκι στο κρεββάτι που προσπαθούσε να διδάξει. Το περπάτημα στην παραλία και τις απόμερες ακρογιαλιές που έκανε μπάνιο η Μαρία Κάλλας και με γέμιζαν δέος. Ακόμα, θυμήθηκα το τσουρουφλισμένο δέρμα μου από τον ήλιο, τον βάτραχο και τα σαμιαμίδια. Χαμογέλασα με τη συναυλία των Elusive και το μεζεδοπωλείο στον πεζόδρομο. Τα μπλε τριαντάφυλλα επειδή δεν μπορούσε να βρει μαύρα. Τις ρυτίδες γέλιου στην άκρη των ματιών. Το βράδυ που όρμηξα να φάω ζωντανό κάποιο γνωστό για χάρη του κι εκείνος έκανε μεγαλόπρεπα πίσω για να με θαυμάσει. Θυμήθηκα συναυλίες μέσα στο κατακαλόκαιρο με ζέστη και σκόνη. Μαγείρεμα σε μια ηλιόλουστη κουζίνα. Το βράδυ που αποφασίσαμε πως δεν θέλαμε να πάμε με τους άλλους να διασκεδάσουμε γιατί δεν τους αντέχαμε, επειδή μας αρκούσε να είμαστε μόνοι μας, ο ένας με τον άλλο. Θυμήθηκα τη βραδιά που έσκασα μύτη μπροστά του, μετά από έξη μήνες. Το πρόσωπό του και τον τρόπο που μου κούνησε το δάχτυλό του, επιτακτικά μέσα στον κόσμο -επειδή ήξερε ότι του άνηκα- για να πάω κοντά του. Θυμήθηκα ότι όταν έπρεπε, ότι και να είχε γίνει, ήταν εκεί. Πάντα με πάθος. Τίποτα λιγότερο. Θυμήθηκα την πρώτη νύχτα και χαμογέλασα ξανά.
Έστριψα ένα τσιγάρο με χαρτάκι από γλυκόριζα και έγλειψα τη γεύση του από τα χείλια μου. Έδωσα στον εαυτό μου το ελεύθερο να τα θυμηθεί όλα. Θυμήθηκα ήρεμα Κυριακάτικα πρωινά με τις εφημερίδες απλωμένες στο τραπέζι του πρωινού στη βεράντα. Θυμήθηκα φροντίδα και το άσπρο μπουρνούζι. Σπάνια φορώ άσπρα, αλλά αυτό το φορούσα γιατί ήταν δικό του. Θυμήθηκα μια σκισμένη μαύρη μπλούζα και κούνησα το κεφάλι μόνη μου με ικανοποίηση γιατί
αυτό ήταν
αληθινό πάθος. Όχι μαλακίες... Θυμήθηκα κι άλλα πράγματα, ξεχασμένα από καιρό. Όλα όμορφα και προσωπικά. Δεν άφησα την ασχήμια να μπει μέσα σε όλα αυτά σήμερα. Την κράτησα απέξω.
Τα θυμήθηκα όλα. Κι αποφάσισα να κρατήσω μόνο τα καλά, γιατί διάολε, άξιζε τον κόπο. Τα θυμήθηκα, τα έγραψα και μετά τα έθαψα ευχαριστημένη καθώς τελείωνα το στριφτό μου, και έφευγα από την
πίσω πόρτα, γαλήνια μέσα μου που τα έζησα.
I am shrouded in darkness
I crouched in wasted years
I lingered, I can't get through
Dazzled between far and near
Like the elegies relate to days beyond recall
I lingered in many memories
And again I stumbled through the back door
Seeing you, a misty shadow
I feel my repression
I can't go on
And again I am falling backwards
Tomorrow I will be here again
A silent mute of a black desire
Tomorrow I will be here again
Tomorrow I'll be here again
Be here again
Be here again
I am tired of tears and laughter
Or what may come hereafter
I am weary of days and hours
Desires, dreams and powers
Although it makes me weep
It is you
I wanna keep
I wanna keep