Σελίδες

Δευτέρα, Μαρτίου 28, 2011

Great City


Ταξιτζήδες με κουβάδες καφέ δίπλα στο κάθισμα και σπαραξικάρδια λαϊκά τραγούδια στο ραδιόφωνο, διχτυωτά καλσόν, κόκκινο κραγιόν, παγάκια που λιώνουν στα ποτήρια αθόρυβα, πατημένες γόπες από τσιγάρα, ψηλοτάκουνα παπούτσια, μπουκάλια μπύρας, ξύλινες χαιρετούρες, ανακατεμένες νότες, αποπνικτικά αρώματα, πλαστικά σάντουιτς στις πέντε το πρωί, άδεια πακέτα από τσιγάρα, κρύα πεζοδρόμια με ανθρώπους-ερείπια ξαπλωμένους πάνω στις ρυπαρές πλάκες τους, έργα τέχνης, μπουρδέλα, άστοχα λόγια, ζευγάρια που ζουν κουτσουρεμένα, κακομοιριασμένα, σχεδόν απελπισμένα τα δικά τους μαύρα φεγγάρια του έρωτα, σφηνάκια με άγνωστο περιεχόμενο, φίλοι, γνωστοί, καφές με σαντιγύ, αποσπασματικός ύπνος, βαμμένα νύχια, απόηχοι από τραγούδια που δεν παίχτηκαν, γρατζουνισμένες φωνητικές χορδές από την κάπνα, ανακουφιστικά ποτήρια παγωμένου νερού και διαλείματα ευεργετικής σιωπής με εικόνες αποτυπωμένες στην κυτταρική σου μνήμη, να περνάνε πίσω από τα βλέφαρα σαν ηλεκτρικά τραινάκια.

Θολωμένη συναίσθηση, κουρασμένη παρατήρηση,
παγωμένη, αποστομωτική διαύγεια.

Κάπως έτσι θα πρέπει να ένιωθε και ο Μπουκόφσκι κάτι τέτοια Δευτεριάτικα πρωινά, ύστερα από ένα τέτοιο τριήμερο…

Σάββατο, Μαρτίου 26, 2011

Soft Moon


Στριμωγμένη, καμμένη, στολισμένη, φορτωμένη, παρέα με το αγαπημένο μου γλυκό ποτό, τους άκουσα χθες και σκέφτηκα αυτό το τραγούδι που έχει μέσα του τόση μοναξιά και όμορφους στίχους... Ο Χρήστος Μ. μου τους έμαθε. Ευχαριστώ.

Σάββατο, Μαρτίου 19, 2011

Away


... «Είστε καλά;»...
Ελάχιστο φως καταφέρνει και γλιστρά μέσα από τα βλέφαρα.
... «Με ακούτε;»...
Οι ήχοι μοιάζουν ξεθωριασμένοι, περισσότερο μακρινοί ή βουβοί, θα έλεγε κανείς.
... «Γρήγορα! Κάποιος να καλέσει για βοήθεια!»

Λίγη ώρα νωρίτερα κάπου στα προάστια, ο Δημήτρης άνοιξε την πόρτα του μπαρ και, κρατώντας στο χέρι του ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι ουίσκι, φριχτά αμπαλαρισμένο με μια χαρτοσακούλα, κατέβηκε το ένα και μοναδικό σκαλοπάτι που είχε μπροστά του. Με τη σόλα του αθλητικού του παπουτσιού να ακουμπά στο έδαφος, ένας ήχος από τα βάθη του στομαχιού του σήμανε την έναρξη βηματισμού προς το αυτοκίνητό του. Θαρρείς πως ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ολυμπιονίκες, σωστά τοποθετημένος στο σημείο έναρξης του αγώνα για τα 100 μέτρα μετ' εμποδίων, περιμένοντας τον κατσούφη, βαριεστημένο διαιτητή να τραβήξει τη σκανδάλη.
Με πρόχειρες αλλά απότομες κινήσεις προσπάθησε να βρει σε ποια κλειδαριά αυτοκινήτου ταίριαζε το κλειδί που είχε στο χέρι του. Αν το επόμενο πρωινό, οι εφημερίδες έγραφαν για μαζικό βανδαλισμό αυτοκινήτων, σίγουρα θα αναφέρονταν στο κλειδί του Δημήτρη, το οποίο διέγραφε μαγικά μονοπάτια στις πόρτες των άτυχων οχημάτων! Μα, ιδού! Αυτό πρέπει να κάνει! Αυτό πρέπει να είναι το δικό του αυτοκίνητο!
Ξεκλείδωσε. Άνοιξε την πόρτα, πέταξε μέσα τη σακούλα με το ουίσκι, μια τσάντα και το κινητό του και κατευθύνθηκε προς τη μεριά του συνοδηγού. Άνοιξε την πόρτα. Κάθισε στη θέση του συνοδηγού και έβγαλε ένα μικρό μπουκάλι με νερό από το ντουλαπάκι.
«Από πότε είναι αυτό εδώ μέσα;» παραξενεύτηκε.
Έριξε όλο το νερό στο πρόσωπό του και περίμενε να έρθει στα ίσια του. Πέντε λεπτά μετά ξαναγύρισε στη θέση του οδηγού κι έβαλε μπροστά τον κινητήρα του αυτοκινήτου...

... «Δεν ξέρω πώς έγινε! Εκεί που καθόμουν»...
Η εικόνα τρεμοσβήνει και ο ήχος σαν να χάνεται...
... «Ας βοηθήσει κάποιος!»...

Μέχρι να καταλάβει πού βρισκόταν ο Δημήτρης χάζευε γύρω γύρω σαν μικρό παιδί που απομακρύνθηκε για πρώτη φορά από το σπίτι του, σε ένα άγνωστο πια γι' αυτόν μέρος.
«Τι θες εσύ εδώ τέτοια ώρα;» άκουσε τη μητέρα του να του φωνάζει.
«Δεν έχω ιδέα» απάντησε άψυχα «απλά μπήκα στο αυτοκίνητο και τελικά είπα να περάσω μια βόλτα από εδώ, πριν επιστρέψω στο σπίτι».
Ο Δημήτρης είχε πάρα πολύ καιρό να επισκεφτεί τη μητέρα του, ακόμα και από τότε που έχασε τον πατέρα του. Ο τελευταίος τον αδίκησε αρκετά όσο ήταν στη ζωή και μαζί με αυτόν η μπάλα πήρε και τη μητέρα του. Τον υποστήριζε σε κάθε του κίνηση, ειδικά όταν ο γερο-Ντίνος κατσάδιαζε τον τριαντάχρονο γιο του σαν να ήταν ο πρώτος αλήτης του σχολείου...
Κάθισε στο πλατύσκαλο της βεράντας, μη δίνοντας σημασία στο περίεργα άγριο βλέμμα της μητέρας του και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Λίγο να συνέλθω, ρε μάνα, και θα σε αφήσω στην ησυχία σου» συνέχισε.
«Καλά» είπε πιο ήρεμα τώρα η μητέρα του «αλλά να γυρίσεις πίσω γρήγορα, δεν είναι ωραίο να σε δουν εδώ».
Ο Δημήτρης έβγαλε από την τσέπη του μια χαρτοπετσέτα που κουβάλησε μαζί του από το μπαρ, σκούπισε το πρόσωπό του και σηκώθηκε για να πάει στο αυτοκίνητο.
«Να προσέχεις τώρα που επιστρέφεις» φώναξε για τελευταία φορά η μητέρα του και χάθηκε πίσω από τον κορμό του μεγάλου δέντρου της που δέσποζε στο κέντρο της αυλής...

... «Ναι! Γυναίκα, αλλά δεν έχω ιδέα!»...
Πάλι αυτός ο ήχος... και αυτή η εικόνα! Σαν κάποιος να έχει βάλει μπροστά μια παλιά μπομπίνα με το έργο να παίζει με το ζόρι...

Ο Δημήτρης άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του, μπήκε μέσα και πέταξε τα κλειδιά του στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα χωρίς να κλειδώσει. Προχώρησε στο σαλόνι και με μισοκλειστά μάτια κάθισε στη μεγάλη πολυθρόνα, βγάζοντας το μπουκάλι από τη χαρτοσακούλα και κάνοντας μια απότομη κίνηση να πιάσει το τηλεχειριστήριο. Σταμάτησε όταν είδε τη Λία, παντρεμένη μαζί του 6 ολόκληρα χρόνια, να λαγοκοιμάται στον καναπέ.
«Γύρισα» της ψιθύρισε στο αυτί.
Η Λία άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε. Είχε αυτά τα υγρά μάτια όταν σε κοιτούσε, που δεν ήξερες αν μόλις πριν λίγο σταμάτησε να κλαίει ή αν ετοιμαζόταν από στιγμή σε στιγμή να το κάνει!
«Δεν σε περιμέναμε τόσο νωρίς» του είπε πειράζοντάς τον.
Ο Δημήτρης τη φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και κάθισε πάλι στην πολυθρόνα του.
«Τηλεφώνησε η Έφη πριν λίγο και σε ήθελε για να κανονίσετε κάτι...για κάποια εκδήλωση, λέει, δεν κατάλαβα και πολλά» είπε η Λία στο Δημήτρη.
«Ναι ε; Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάει. Θα της τηλεφωνήσω να δω» απάντησε ο Δημήτρης.
«Πάρε καλύτερα στο κινητό, δε θα έχει γυρίσει ακόμα από τη δουλειά της».
«Σωστά» σκέφτηκε ο Δημήτρης «αλλά το κινητό μου είναι μάλλον στο αυτοκίνητο» συνέχισε και προχώρησε προς την έξοδο.
«Πήγαινε πίσω τότε, ξεχασιάρη!» είπε χαμογελώντας η Λία.
Ο Δημήτρης άνοιξε την εξώπορτα και βάδισε προς το αυτοκίνητο...

Το επόμενο πρωί ο Δημήτρης ξύπνησε με την πρώτη επίσκεψη των γιατρών. Τρομαγμένος όπως ήταν, ανασηκώθηκε απότομα και ένας από τους επισκέπτες τόλμησε να τον επαναφέρει σχεδόν βίαια στη θέση του.
«Μην κουράζεστε, κύριε, είστε ήδη αρκετά ταλαιπωρημένος» είπε ο γιατρός.
Ο Δημήτρης παρέμεινε ακίνητος για αρκετή ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε γίνει. Από την ώρα που έφυγε από το μπαρ μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε σχεδόν ανήμπορος σε αυτό κρεβάτι.
«Η Λία; Η σύζυγός μου;» ρώτησε με γουρλωμένα μάτια.
«Δυστυχώς» απάντησε πάλι ο γιατρός, περισσότερο ήρεμα «Η σύγκρουση ήταν σφοδρή και το χτύπημα μοιραίο... δεν καταφέραμε να τη σώσουμε»...

...Το ίδιο απόγευμα ο Δημήτρης τηλεφώνησε και μίλησε με την Έφη. Συμφώνησαν και οι δυο πως το μνήμα της Λίας θα φτιαχτεί δίπλα από αυτό της μητέρας του.

Δευτέρα, Μαρτίου 14, 2011

TUBERCULOSIS 8
Forbidden Colours


Σ' αυτό το ξύλινο παρκέ με την καινουριοφορεμένη λάμψη, είχαν γλυστρίσει τα τακούνια της, αφήνοντας βαθιές χαρακιές, πολλές φορές στο παρελθόν αλλά νόμιζε ότι τις έχει ξεχάσει. Κι όμως... Ήταν σα να μπήκε σε μια μηχανή του χρόνου και να γύρισε πίσω με τέτοια ευκολία, που τα ενδιάμεσα χρόνια, έμοιαζαν απλώς σαν ένα όνειρο. Ανακατεύτηκαν οι ίδιες νότες με σχεδόν τον ίδιο κόσμο που βρισκόταν εκεί κι έγινε το κεφάλι της σαν θερινό σινεμά που δεν έλεγε να σταματήσει να παίζει χρωματιστές εικόνες, ενός παλιού εαυτού που νόμιζε ότι είχε καταχωνιάσει στο πατάρι.
Όταν είδε παλιά, γνώριμα πρόσωπα, οικεία, ναυαγισμένα, χτυπημένα από κακουχίες, τόσο αντίθετα μ'αυτήν την καινούργια λάμψη στο ξύλινο πάτωμα, δεν μπόρεσε να μην βουρκώσει, συγκρατώντας με κόπο τον εαυτό της να μην ξεσπάσει σε δυνατά αναφιλητά. Μπορεί οι χαρακιές να σβήστηκαν με το λούστρο από το ξύλινο πάτωμα, αλλά είχαν μείνει στις ψυχές αυτών που σαν δολοφόνοι γύριζαν στον τόπο του εγκλήματος, στα πρόσωπά τους, στις κινήσεις τους, στο είναι τους...

Ύστερα, με τύψεις που άδειαζαν με βιάση το ποτήρι της, σκέφτηκε πως πήγε να πατήσει ξανά με τα ψηλοτάκουνά της, πάνω σ'αυτό το ίδιο πάτωμα, κάνοντας ίσως νέες χαρακιές, αλλά πιο δυνατή από παλιά. Πιο σίγουρη και πιο σοφή, ένιωσε σαν ναυαγός που έχει επιβιώσει. Δεν ήταν πια η ίδια.

Το επόμενο πρωί, ήταν ένα από αυτά τα μισητά επόμενα πρωινά, που ο καφές είναι άγευστος, το στομάχι κάνει καταδύσεις και το κεφάλι είναι γεμάτο με τόσες μελωδίες που μπλέκονται μεταξύ τους κακομοιριασμένες και αποσπασματικές.

Άναψε τσιγάρο κι ας ήταν το τελευταίο πράγμα που έπρεπε να κάνει...



**********

TUBERCULOSIS 8
Forbidden Colours



Παρασκευή, Μαρτίου 11, 2011

......

Ήταν... χμ...
Αναπάντεχο κι απρόσμενο σαν καλοκαιρινή βροχή.
Απαλό και ανάλαφρο σαν χνούδι.
Τρυφερό σαν χάδι από ζεστό ρούχο.
Δροσερό σαν μια βουτιά σε καλοκαιρινή θάλασσα.
Πολύτιμο σαν πετράδι τορνευτό που στραφταλίζει...
... κι αθώο σαν νεογέννητο που μόλις ανοίγει τα μάτια του στον κόσμο...



Πέμπτη, Μαρτίου 10, 2011

Τετάρτη, Μαρτίου 09, 2011

Tuberculosis ward, Isolation ward by Stephen Wilkes

Το άρθρο μιλάει για μια έκθεση φωτογραφίας που έγινε πριν δύο χρόνια την οποία δεν θα μπορούσα να δω έτσι κι αλλιώς. Δεν μπόρεσα όμως να μην λατρέψω τις φωτογραφίες έστω και διαδικτυακά. Κι αυτό γιατί μου ψιθυρίζανε για απόλυτη ερήμωση. Έτσι μοιάζει και η παραίτηση. Δεν με πειράζει που δεν έχουν καθόλου ανθρώπους και πρόσωπα αυτές οι φωτογραφίες. Οι άνθρωποι είναι πιστεύω, σαν δωμάτια.

Τις απόλαυσα βάζοντάς τους την παρακάτω μουσική επένδυση και ήταν συγκλονιστικά όμορφες.




Stephen Wilkes (more pics and article)

Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2011

One great day to put my others to shame


No-one can help me
No-one can stop me
It takes everything I've got
To stop from doing something stupid
I'm under you

Even when I'm feeling on top of the world
And I'm looking for you in my night sky
You knocked me out so I'm seeing stars
Under you

We wake up and we go to sleep
We live and die and all we really keep
Is one great day
Under you I feel that way
One great day to put my others to shame

You won't hurt me like they hurt you
You won't break me like they broke you
Can you see what I'd like to do
Under you

No-one can help me no-one can stop me
It takes everything I've got to stop from saying
Something stupid
I'm under you

Damned if I know how to reach you,
Damned if I know what to do
Damned if I know how to get through to you
And damned even if I do

Σάββατο, Μαρτίου 05, 2011

Never Ending Dream


Καθόταν ακριβώς δίπλα μου στο "Διπλό" στα Εξάρχεια, αλλά ήταν κρυμμένος και δεν τον είχα προσέξει. Μου έκλεισε το μάτι κάνοντας διακριτικά αισθητή την παρουσία του, επιθυμώντας να τραβήξει την προσοχή μου. Στο μυαλό μου ήρθαν όλα τα Sante άφιλτρα κασετίνα που κάπνισα πριν σχεδόν δύο δεκαετίες για να κάνω οικονομία και η ανάμνηση αυτή, μου έκαψε τον λαιμό. Ήταν βαριά τα άφιλτρα. Μπορώ ακόμα όμως να τα καπνίσω. Διατηρούσε τη γοητεία μιας περασμένης εποχής που καθόλου δεν την βρίσκω πολυκαιρισμένη. Έπρεπε να τον πάρω. Στο σπίτι μου τον άλειψα με λάδι και ύστερα τον σκούπισα με ένα μαύρο βελούδινο μαλακό πανί. Είναι το καινούργιο μου μωρό και ήθελα να το φροντίσω. Το πρωί που σηκώθηκα να πάω στη δουλειά, του εκλείσα εγώ αυτή τη φορά το μάτι χαρούμενη, παρά το γεγονός ότι δεν είχα προλάβει -πάλι- να πιω καφέ. Με διαβεβαίωσε ότι θα με περιμένει στο σπίτι μέχρι να γυρίσω. Η παρουσία του στο μικρό μου πολυθρονάκι, θα ήταν θαρρώ, το πιο ωραίο καλωσόρισμα.

Για να τον γνωρίσετε καλύτερα, πατήστε εδώ : Film Noir : Never Ending Dream γιατί εγώ θα σας ταράξω στα ποιητικά και είμαι και προκατειλημμένη.




P.S. Όταν δεν έβαζε στίχους η Wipe Out στα εσώφυλλα, γινόντουσαν τα νεύρα μου κρόσσια!