Σελίδες

Σάββατο, Αυγούστου 28, 2010

tHe CoNfUsEd


Η συναισθηματική του νοημοσύνη, είναι πέραν επιτρεπόμενου ορίου, σε επίπεδο αυτοκακοποίησης. Το ίδιο και η ευφυία και το ταλέντο του. Κι όμως. Χάνει τα λόγια και τις σκέψεις του με τέτοια ευκολία που εκπλήσεσσαι τρομάζοντας. Δεν είναι μόνο τα λόγια. Είναι και ο ειρμός που είναι τόσο ασυνάρτητος. Αναρωτιέσαι πως γίνεται να καταλαβαίνεις, ενώ υπό άλλες συνθήκες, αυτό θα ήταν αδύνατο. Απορείς ανάλαφρα με τον εαυτό σου, ανομολόγητα εντυπωσιασμένη, αλλά απορείς πολύ περισσότερο με εκείνον που είναι ολοκληρωτικά βυθισμένος στο χάος. Εκλογικεύεις, για να απορρίψεις την αμέσως επόμενη στιγμή, κάθε σκέψη ή βεβαιότητα. Είναι σαν το περπάτημα πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Ταλαντεύεσαι επικίνδυνα, δυσάρεστα και αναίτια. Δεν έχει να κάνει με προσωπικές αντιφάσεις, αλλά με ένα καθολικό, ολοκληρωτικό και αμετάκλυτο χάος. Φοβάσαι πως κάποιος που βιώνει κάτι τέτοιο, είναι αδύνατο να επιβιώσει, να υπάρχει καν. Είναι τόσο αποσυντονιστικό που θες να το απομακρύνεις όσο περισσότερο γίνεται από σένα με την ταχύτητα του φωτός.

Έχει εμμονές. Αλλά από την άλλη, ποιός δεν έχει; Δεν ξέρει να σε σεβαστεί, δεν ξέρει να σε χειριστεί και δείχνει να σε φοβάται. Γιατί ξέρει πως εξ΄ ορισμού θα έπρεπε να είσαι θυμωμένη. Και είσαι. Πολύ. Αλλά δεν μιλάς γιατί όλο αυτό το χάος σου προκαλεί οίκτο. Έναν οίκτο που αν τον ήξερε θα τον ένιωθε σαν βαθειά γρατζουνιά. Είναι όμως ο μόνος λόγος που κρατιέσαι και δεν μιλάς. Προσβλητικά αφελής, ψάχνει απελπισμένα για δικαιολογίες και σέρνεται σε προσωπικές ψηλαφίσεις για να τις ξεχάσει με την ίδια ευκολία που πετάει το άδειο πακέτο από τα τσιγάρα του. Βασανίζεται από τις ενοχές του και αυτομαστιγώνεται αλλά σε εξαναγκάζει να αυτομαστιγωθείς κι εσύ για τις δικές του ενοχές με απροσποίητη, απελπισμένη αθωώτητα που σε γδέρνει. Σου προσφέρει ότι ακριβώς χρειάζεσαι και πολύ περισσότερα, με συγκινητική γενναιοδωρία, για να τα πάρει πίσω έχοντας ως ατράνταχτο άλοθι, το εσωτερικό του χάος. Φεύγεις τρέχοντας, πετώντας σακουλάκια με παστίλιες και μαύρες τουλίπες.

Πέμπτη, Αυγούστου 26, 2010

On The Road... Last Stop : Dusseldorf


Στριμωγμένη κάτω από μια μεγάλη σα μπαούλο βαλίτσα, ένα κουτί με μπότες, τσάντες και τσαντούλες με διάφορα αναμνηστικά και τα βινύλιά μου στο χέρι, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, κάνω ασκήσεις αεροβικής προσπαθώντας να πιω καφέ χωρίς να τον λουστώ και χαίρομαι που γυρίζω στη Γερμανία. Όλοι χαιρόμαστε που γυρίζουμε στη Γερμανία. Είναι περίεργο γιατί περάσαμε καλά και στο Βέλγιο και στην Ολλανδία. Δεν ξέρω γιατί χαίρονται οι άλλοι. Εγώ πάντως χαίρομαι γιατί αγαπώ τους Γερμανούς. Είναι όμορφος λαός και μου αρέσουν οι τρόποι τους. Μετά από 4 ταξίδια στη Γερμανία, ξέρω πια πως να τους φερθώ. Επιπρόσθετα, χαίρομαι γιατί είναι η προτελευταία ημέρα του ταξιδιού και εξακολουθώ να νιώθω έπαρση ότι τα έχω καταφέρει με όλα. Τόση ήταν η έπαρσή μου, που σκεφτόμουν πως τίποτα δεν θα μπορούσε να πάει στραβά το χρονικό διάστημα που απέμενε μέχρι να γυρίσω στο σπίτι μου. Είχα τον έλεγχο. Ακόμα. Έτσι νόμιζα.

Η Dusseldorf είναι μια βιομηχανική πόλη που όμως έχει κρατήσει το γραφικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής των σπιτιών που συναντάς σε όλη τη Γερμανία, σύγχρονη, μοντέρνα αλλά καθόλου θορυβώδης. Είναι μια πόλη γεμάτη ζωή αλλά χωρίς να κουράζει. Δεν ξέρω πως το έχουν καταφέρει οι Γερμανοί αυτό.

Φυσικά και χαθήκαμε μέσα στην πόλη. Ο Β. φεύγοντας είχε πάρει και το GPS μαζί, κι εμείς περάσαμε από την Ολλανδία στη Γερμανία, έχοντας μόνο μια φωτογραφία της οθόνης του laptop με το χάρτη που είχαμε κατεβάσει από το internet. Μιλάμε για μεγάλα γλέντια. Όχι ότι αγχώθηκα. Ίσα-ίσα. Εμένα μου άρεσε να είμαι στο πίσω κάθισμα και να βλέπω έξω από το παράθυρο.

Όταν τελικά βρήκαμε το ξενοδοχείο, διαπιστώσαμε για άλλη μια φορά, το πόσο τόπο πιάνουν τα χρήματα που διαθέτεις στο εξωτερικό για διαμονή. Με λίγα λόγια ήταν τέλειο. Δεν το είχα δει όταν κλείναμε δωμάτια. Δεν είχα ασχοληθεί μια και θα μέναμε μόνο μια βραδιά.

Το βράδυ βγήκαμε για φαγητό και πέσαμε πάνω σε μια περιοχή που μοιάζει πολύ με το δικό μας Ψυρρή. Έπαθα πλάκα. Όλοι οι Γερμανοί είχαν ξεχυθεί έξω, έπιναν, τραγουδούσαν, φορούσαν στολές αποκριάτικες και διασκέδαζαν. Ρώτησα τι το ειδικό είχε η συγκεκριμένη μέρα και γιόρταζαν έτσι. Δεν είχε τίποτα ειδικό. Απλά ήταν όλοι χαρούμενοι επειδή εκείνη την ημέρα, η θερμοκρασία είχε φτάσει τους 28 βαθμούς και είχαν βγει όλοι να το γιορτάσουν και να περάσουν καλά. Όμορφος και παρεξηγημένος λαός. Ήθελα να καθίσω όλο το βράδυ μαζί τους. Να πιω μπύρες, να τους γνωρίσω και να διασκεδάσω. Φυσικά, οι υπόλοιποι δεν με άφησαν. Κακός μπελάς με είχε βρει. Δεν ήθελα να γυρίσω στο ξενοδοχείο.

Ένα ταξίδι, χωρίς ευτράπελα, δεν έχει γλύκα. Ειδικά, όταν εκ προοιμίου έχεις ξεκινήσει θέλωντας να ζήσεις πολλές περιπέτειες. Δεν ήταν λίγα τα ευτράπελα της τελευταίας βραδιάς μας και καθώς τα συλογίζομαι, εύχομαι να είχα μείνει μέχρι το πρωί μαζί με τους Γερμανούς έξω. Τίποτα δεν θα πάθαινα. Ίσα-ίσα που τους αρέσουν οι μικροκαμωμένοι άνθρωποι σαν και μένα και φέρονται με ιδιαίτερη λεπτότητα. Δεν έγινε έτσι όμως, έγινε αλλιώς και υποθέτω, ότι σε κανένα μήνα, θα θυμάμαι την τελευταία βραδιά στην Dusseldorf και θα λιώνω στα γέλια. Ήδη έχω αρχίσει να έχω ένα ειρωνικό μειδίαμα στο στόμα. Η ανθρώπινη φύση δεν θα πάψει ποτέ να με απο-γοητεύει. Έμαθα πολλά πράγματα σε αυτό το ταξίδι. Περισσότερα από όσα έλπιζα.

Το επόμενο πρωί, ήμουν σαν ζόμπι. Ξεκίνησα μαζί με τους υπόλοιπους για Αθήνα. Όταν κατέβηκα κάτω μόνη μου να πιώ ένα καφέ, κράταγα στα χέρια μου ένα μικρό μουσικό κουτί που είχα πάρει για τον Αντρέα την προηγούμενη μέρα. Έπαιζε το Singing in the Rain του Sinatra και θυμόμουν τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν και είμασταν μαζί και είχα πάθει υστερία όταν έχασα το cd του Sinatra. Έβαλα τα γέλια. Γύρισα πίσω.

Το καλύτερο έγινε στο αεροδρόμιο της Dusseldorf. Έχω πάρει παραμάσχαλα χειραποσκευή με την ελπίδα να φέρω σώα στην Αθήνα τα βινύλια που αγόρασα. Μέσα στην τσάντα έχω ρίξει επίσης κάτι βάφλες, τυρί, φορτιστές και ένα σωρό άλλες μαλακίες που δεν τις θυμάμαι. Περνάω από σωματικό έλεγχο και με βάζουν να βγάλω τις αρβίλες. Όταν περνάω από αεροδρόμια βαράνε τα πάντα. Σκουλαρίκια, ζώνες, καρφιά, τα σίδερα στις αρβίλες... Περνάω και τρελαίνονται τα μηχανήματα. Εμένα ο νους μου ήταν στη χειραποσκευή. Πάω να πάρω την τσάντα και σκάει δίπλα μου ένας δίμετρος Γερμανός αστυνομικός με πλήρη εξοπλισμό και πολύ ωραία ματάκια. Ακόμα δεν είχα ανησυχήσει. Ανοίγουν την τσάντα μαζί με τον ελεγκτή πολύ σοβαροί και βγάζουν τις βάφλες και τα λοιπά φαγώσιμα. Εγώ στην κοσμάρα μου ακόμα. Με βάζουν να βγάλω τα πάντα (πάλι καλά που δεν είχα και τίποτα εσώρουχα μέσα...)
Μόλις πάνε να πιάσουν τα βινύλια, παθαίνω υστερία. "Παιδιά με το μαλακό" τους λέω και παίρνω αγκαλιά τους δίσκους. Αυτοί πολύ σοβαροί ακόμα κι εγώ απορώ μήπως έχουν ενοχληθεί που κουβαλάω τις βάφλες μέσα στο αεροπλάνο. Με βάζουν να ανοίξω μια τσάντα από το Άμστερνταμ με αναμνηστικά. Σκέφτομαι πως έπεσα σε παράξενους ανθρώπους μια και η τσάντα έχει μέσα μαγνητάκια για το ψυγείο, τσίχλες stimorol και...
ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΧΕΙΡΟΠΕΔΕΣ ΜΕ ΜΑΥΡΑ ΓΟΥΝΑΚΙΑ!
Είχα ξεχάσει ότι είχα αγοράσει αυτό το αξεσουάρ για να κάνουμε πλάκα. Μόλις το βλέπω, βάζω τα γέλια και τις βγάζω έξω. Όλο το αεροδρόμιο που παρακολουθούσε τη σκηνή, έπεσε κάτω από τα γέλια. Ο καταδρομέας Γερμανός δίπλα μου, έβαλε τα γέλια κι αυτός. "Παιδιά δεν είμαι τρομοκράτης" τους λέω. "Άμα χρειαστείτε πάντως, σας τις δανείζω". "Έχω τις δικές μου" μου λέει ο ψηλός χαμογελώντας, δείχνοντας μου τα δικά του αξεσουάρ και εγώ βάζω τα γέλια εντυπωσιασμένη. Ο Π. από πίσω, φωνάζει "Είμαι περήφανος που ταξιδεύω μαζί της ρε!" σκασμένος στα γέλια. Πάλι ρεζίλι έγινα...

Την ώρα που πατήσαμε τα πόδια μας σε Ελληνικό έδαφος, ο Π. με τη Χ. με κοίταξαν χαμογελώντας πονηρά.

- "Δεν έρχεσαι σπίτι μας να κοιμηθείς απόψε;"
Τους κοίταξα παραξενεμένη.
- "Καλά δεν βαρεθήκατε να με τρώτε στη μάπα τόσες μέρες;"
- "Όχι! μου είπαν και οι δύο με μια φωνή.

Βγήκαμε από το αεροδρόμιο και πήραμε ένα ταξί.


pic : Art in the Lamp Museum (Belgium) by Luc


ΠΙ. ΕΣ. : Αντρέα διόρθωσε την ορθογραφία γιατί βαριέμαι!

Τετάρτη, Αυγούστου 25, 2010

On The Road... Third Stop : Amsterdam (Holland) Ep. 2


- "ΕΝΙΣΤΑΜΑΙ!"
- "Άει μωρή από δω που ενίστασαι!"
- "Γιατί ρε Β. είναι πράγματα αυτά; Γιατί δεν υπάρχουν και άνδρες μέσα στις βιτρίνες; Γιατί δεν μπορούν να έχουν και οι γυναίκες το προνόμιο αυτού του shopping;"
- "Ναι γιατί άμα το είχαν, εσύ θα ψώνιζες."
Πείσμωσα.
- "Ναι, θα ψώνιζα!"
Ο Β. έβαλε τα γέλια καθώς περπατούσαμε όλοι μαζί χαζεύοντας στην πιο κακόφημη περιοχή του Άμστερνταμ. Προφανώς με ξέρει πάρα πολύ καλά και γέλασε με το ψέμα μου. Εγώ ένιωθα περίεργα με όλα αυτά που έβλεπα. Μου φαίνονταν όλα πολύ θλιβερά κι ας ήταν όλα πασπαλισμένα με δαντέλες και φωτεινές καλόγουστες επιγραφές. Προσπαθούσα να φανταστώ, πως μπορεί να ένιωθαν αυτές οι γυναίκες που πίσω από τα τζάμια πόζαραν για τον κάθε περαστικό και βλαμμένο τουρίστα που χαζογέλαγε καθώς τις έβλεπε. Κάποιες από αυτές μιλούσαν αδιάφορα στα κινητά τους. Άλλες χτένιζαν τα μαλλιά τους και κάποιες από αυτές κοιτούσαν με ένα βλέμμα βαριεστημάρας και απαξίωσης για το κάθε τι που συνέβαινε έξω από τον μικρόκοσμο του περιοριστικού χασάπικου που την είχαν στριμώξει.
Ήθελα να τα δω όλα, να μάθω, να γεμίσω εμπειρίες από το ταξίδι, μα ήθελα να φύγω κιόλας. Στο μυαλό μου έπαιζε αυτό :



Αν έλεγα στους άλλους ότι παίζουν τραγούδια μέσα στο κεφάλι μου, θα το παρερμήνευαν υποθέτω και θα νόμιζαν πως είναι σχεδόν το ίδιο με το να ακούω φωνές και δεν θα αργούσαν να με πάρουν οι κυριούληδες με τις άσπρες μπλούζες μακριά από την παρέα μου... Δεν είπα τίποτα, αλλά ανακουφίστηκα όταν φύγαμε. Είχα δει νομίζω αρκετά, περισσότερα ίσως από όσα μπορούσα να αντέξω σε μια μέρα.

Τα λεφτά μου αισίως τελείωσαν και ετοιμάστηκα περιχαρής να πεινάσω. Εις μάτην. Όλοι είχαν αναλάβει το ρόλο να με προσέχουν σε αυτό το ταξίδι. Δεν ξέρω γιατί. Άντε τώρα να τους πεις πως εσύ δεν θες να σε προσέχουν. Δεν το έχεις συνηθίσει άλλωστε. Άντε να τους πείσεις πως χρειάζεσαι το decadence και πως το επιδιώκεις. Δεν νομίζω να καταλάβαινε κανείς τους. Έβαζα τα γέλια κρυφά καθώς σκεφτόμουν τη σκηνή που είχα φανταστεί : Να τους φωνάξω όλους στο σαλόνι μας και να τους ανακοινώσω με επίσημο ύφος Λοιπόν παιδιά, τώρα θέλω να με αφήσετε να ζήσω μια εξαθλίωση.
Ο Β. θα έλεγε : "Άει μωρή από δω που μου θες και εξαθλίωση!"
Ο Μ. θα έλεγε : "But this is μαλακία..." με μισά ελληνικά και μισά αγγλικά με ιταλική προφορά.
Η Χ. θα έλεγε : "Τι λες κοπέλα μου;" σαν μαμά που μαλώνει το παιδάκι της.
Ο Π. θα έλεγε : "Άντε ρε άσε τις μαλακίες!"
και ο Γ. θα το έπαιζε Paladin με golden armor, two handed bastard sword και πολλά skills.

Δεν είχα καμία ελπίδα.

Αν μπει κάτι μέσα στο κεφάλι μου όμως, είναι δύσκολο να μου το βγάλεις. Είναι πιο εύκολο να μου κάνεις λοβοτομή. Οπότε κι εγώ πείνασα. Δεν είπα σε κανένα πως έπαιζα εκ του ασφαλούς. Φυσικά και είχα την καβάτζα μου. Και φυσικά όλοι επέμεναν να μην με αφήσουν να πεινάσω και με τάϊζαν πιο πολύ από ότι μπορούσα να σηκώσω. Εγώ αρνιόμουν όμως να φάω.

Ένα πρωί αποφασίσαμε να επισκεφθούμε το ζωολογικό κήπο. Εκ πρώτης όψεως φαινόταν ως ένα μικρό θαύμα μέσα στην καρδιά του Άμστερνταμ. Θα πρέπει να ήταν πολύ ωραίος αλλά δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να το διαπιστώσουμε γιατί το εισητήριο ήταν 17 ευρώ, τιμή εντελώς απαγορευτική για τα δικά μας δεδομένα. Στο κάτω-κάτω, με τόσα ζώα έχουμε συναναστραφεί κατά καιρούς στην Αθήνα. Μας έφταναν αυτά…

Οι Ολλανδοί είναι καλοζωισμένος λαός. Τα μουσεία τους έχουν πολύ ακριβή είσοδο αλλά κάνουν ουρές για να μπουν μέσα. Τα σούπερ μάρκετ τους έχουν απίστευτα είδη, σε πάρα πολύ χαμηλές τιμές και φαντάζομαι ότι οι μισθοί τους θα πρέπει να είναι ίσως διπλάσιοι από τους δικούς μας. Ζουν σε μια σκληρή πόλη που τους αγαπάει. Αντίθετα με μας.

Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να έρχονται ξαφνικά κοντά ή να απομακρύνονται χωρίς προφανή λόγο; Αυτή η απορία μου δημιουργήθηκε σε αυτό το ταξίδι και δεν κατάφερα να τη λύσω. Έκανα διάφορες σκέψεις και εικασίες, όλες όμως όχι τόσο ικανοποιητικές. Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρη, είναι πως όταν ξαφνικά οι άνθρωποι έρχονται κοντά και οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, αυτό είναι πολύ όμορφο. Όταν απομακρύνονται χωρίς προφανή λόγο, αυτό είναι θλιβερό. Σιγά την ανακάλυψη! Ε ναι εντάξει το ξέρω, δεν είναι δα και καμία σπουδαία νεοαποκτηθείσα γνώση. Πάντως, άλλο πράγμα είναι να σκέφτεσαι τα πράγματα επειδή τα έχεις δει σε μια ταινία ή τα έχεις διαβάσει σε ένα βιβλίο, κι άλλο να τα ζεις πραγματικά.

Στο Άμστερνταμ, γέλασα, θύμωσα, μπερδεύτηκα, στεναχωρέθηκα, χάρηκα, ενθουσιάστηκα, συγκινήθηκα, αρρώστησα, πείνασα, χόρτασα, χάθηκα, βρέθηκα, έγραψα, έσβησα, έζησα.

Αποχωρηστήκαμε θλιμένοι με τον Β. και τον Μ. που θα γύριζαν Ιταλία και συνεχίσαμε για τον επόμενο προορισμό. Μας είχε μείνει λίγος χρόνος πια. Είχα μια τρομερή έπαρση πιστεύοντας πως τα είχα καταφέρει με όλα…


p.s. : Σε αυτό το post φωτογραφία από το σπίτι που μέναμε.

Κυριακή, Αυγούστου 15, 2010

On The Road... Third Stop : Amsterdam (Holland) Ep. 1


Φτάσαμε στην Ολλανδία, με μία ώρα καθυστέρηση από το συμφωνημένο και ο επιμελώς ατημέλητος νεαρός Ολλανδός που ήρθε να μας δώσει τα κλειδιά του σπιτιού, μας χρέωσε πρόστιμο 50 ευρώ αλλά μας άφησε ένα μπουκάλι κρασί για το καλωσορίσατε...
Εγώ θα ήθελα να έχουμε χαθεί στους απέραντους αυτοκινητοδρόμους αλλά δεν είπα τίποτα. Θα με έδερναν ο Β. και ο Μ. Κανονικά, εγώ θα έπρεπε να δείρω τον Μ. που έπαιζε συνέχεια με το κουμπί του ραδιοφώνου, αλλά από την άλλη μέσα στο κεφάλι μου έπαιζε πάλι μουσική με το που αφήσαμε το Βέλγιο, οπότε είχα το δικό μου soundtrack και δεν με πείραζε... Σε όλη τη διαδρομή έπαιζε μέσα στο κεφάλι μου αυτό :



και ήμουν τόσο χαρούμενη που μας περίμεναν νέες περιπέτειες!


Ο Ολλανδός, μας είπε πως μας είχε αφήσει οδηγίες στην πόρτα του ψυγείου. Διάβασα πως πρέπει να κάνουμε ησυχία μετά τις 10:00 το βράδυ -τι μας λες τώρα ρε;- και να μην καπνίζουμε μέσα στο σπίτι... Δεν ξεκολλήσαμε τις οδηγίες από το ψυγείο αλλά τις περιφρονήσαμε κατάφωρα...

Οι άλλοι ενθουσιάστηκαν τόσο, όσο κι εγώ με την μινιμάλ διακόσμηση τους σπιτού, τους άνετους χώρους, την καθαριότητα και τα μαύρα έπιπλα και τις μαύρες κουρτίνες. Τους έβλεπα να κάνουν σαν μικρά, ενθουσιασμένα παιδιά και έπαιζε μέσα στο κεφάλι μου αυτό :




και χαιρόμουν να τους βλέπω έτσι. Μου άρεσαν.

Οι κρεββατοκάμαρες ήταν στο επάνω πάτωμα και για να ανεβάσουμε τα πράγματά μας, από τη στενή σκάλα, μας βγήκε η πίστη ανάποδα. Βολευτήκαμε όμως αμέσως. Έτσι όπως είμασταν όλοι, φαντάζομαι ότι το ίδιο εύκολα θα βολευόμασταν σε ένα παγκάκι ή σε κάποιο αντίσκηνο. Έλουσα τα μαλλιά μου -που με ταλαιπώρησαν πολύ σε όλο το ταξίδι- και έκατσα στο σαλόνι με τα κεριά και το σημειωματάριό μου. Μέσα στο μυαλό μου έπαιζε αυτό :




και ήμουν απίστευτα ήρεμη, παρά το ότι καθώς έγραφα, είχα για πρώτη φορά στη ζωή μου θεατές μερικούς από τους άλλους που καθόταν μαζί μου στο σαλόνι. Φυσικά κάποιοι με ρώτησαν τι γράφω. (Χαμογελάω καθώς το θυμάμαι).

Έπεσα για ύπνο με σκοπό να μην σηκωθώ την επόμενη πρίν το μεσημέρι, αλλά ξύπνησα από τα χαράματα. Με το που ξημέρωσε, στο δωμάτιο είχαμε φωταψίες και ηλιοφάνεια. Αδυνατώ να καταλάβω γιατί οι περισσότεροι ευρωπαίοι δεν βάζουν παντζούρια στα σπίτια. Το άπλετο φως εισχώρησε μέσα από τα βλέφαρά μου, έκαψε τους κερατοειδείς μου και με ανάγκασε να σηκωθώ νωρίς, να κατέβω κάτω και να αρχίσω τους καφέδες και τα τσιγάρα. Οι απαγορεύσεις του Ολλανδού, καμία εντύπωση δεν μου είχαν κάνει και θεωρώ ότι ήταν χρέος μου να τις καταπατήσω με τον πιο προκλητικό τρόπο. Ο Β., ο Π. και ο Γ. είχαν σηκωθεί από πιο νωρίς -δεν ξέρω αν υπάρχει πιο νωρίς από τα χαράματα- για να πάνε τα αυτοκίνητα σε κάποιο πάρκινγκ, γιατί δωρεάν πάρκινγκ στην Ολανδία δεν υπάρχει πουθενά. Η Χ. κοιμόταν μακάρια και ο Μ. κατέβηκε να μου κάνει παρέα στον καφέ και τα απανωτά τσιγάρα. Είναι απίστευτο το πόσο μοιάζουμε με τους Ιταλούς ως λαός.

Επιθεωρώντας την πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα και αφού είχαμε πιεί ήδη κανένα λίτρο καφέ ο καθένας, αποφάσισα να κάνω μοναχική εξόρμηση για προμήθειες. Είμαι σίγουρη πως αν ήταν ο Β. στο σπίτι δεν θα με άφηνε να βγω μόνη. Εγώ όμως ήθελα να χαθώ, να έχω περιπέτειες και έτσι πήρα τη φωτογραφική μου μηχανή και βγήκα έξω. Είναι απίστευτα ανακουφιστικό το συναίσθημα που νιώθεις καθώς περιτριγυρίζεις σε μια εντελώς ξένη πόλη όπου δεν ξέρεις που είναι ούτε το περίπτερο, ανώνυμη, παντελώς άγνωστη και πιθανώς χαμένη. Απόλαυσα τη λιακάδα, παραλίγο να με σκοτώσουν δύο ποδήλατα, έβγαλα φωτογραφίες και τραγουδούσα μέσα στο κεφάλι μου αυτό :



και ήμουν χαρούμενη καθώς έβλεπα τα υπέροχα δένδρα και τα κανάλια σκεφτόμενη αυτά που είχα μέσα μου, πριν ακόμα φύγουμε από την Αθήνα. Στην Ολανδία δεν κινδυνεύεις να σε σκοτώσουν τα αυτοκίνητα. Δεν έχει μανιακούς οδηγούς εκεί. Έχει όμως ποδήλατα και αν δεν έχεις συνηθίσει τους ειδικούς ποδηλατόδρομους, κινδυνεύεις σοβαρά να φας ένα καλό βρίσιμο στην καλύτερη ή ένα καλό σαβούριασμα στη χειρότερη. Έβαλα τα γέλια με τους ποδηλάτες που μου έδειχναν τη λωρίδα τους αποδοκιμαστικά και συνέχισα.

Παρά τους καλοντυμένους Ολλανδούς και τους καθαρούς δρόμους, το Άμστερνταμ είναι σκληρή πόλη. Έτσι την ένιωσα εγώ κατά τις πολύωρες εξορμήσεις και εξερευνήσεις μας με τους υπόλοιπους. Όλα σε αυτή την πόλη περιστρέφονται γύρω από το sex και το "χόρτο" σε τέτοιο βαθμό που έπαθα overdose. Σε κάθε γωνιά της, το soundtrack στο κεφάλι μου άλλαζε και ήταν τόσο αδιάλειπτα εναλλασσόμενο αυτό, που ακόμα κι εγώ ζαλίστηκα. Τη μία στιγμή έπαιζε στο μυαλό μου αυτό :




και την επόμενη αυτό :



Τόσο αποπροσανατολισμένη και μπερδεμένη ήμουν. Κάτι είχε αρχίσει να με ενοχλεί. Δεν μπόρεσα να προσδιορίσω τι. Δεν είχα τον απαραίτητο χρόνο και την απαιτούμενη απομόνωση.
Η μοναδική στιγμή που ησύχασε το κεφάλι μου, ήταν όταν πήγαμε στο μουσείο του Van Gogh και ένιωσα συγκίνηση που είδα ένα αυθεντικό Picaso και ένα Mone. Τριγύριζα ανάμεσα στους υπέροχους πίνακες φορώντας μια μπλούζα που έλεγε :
FUCK YOU, FUCK IT, FUCK CAPITALISM, FUCK FUCK, FUCK WAR, FUCK ME, FUCK UP, FUCK SYSTEM, FUCK BOSSES, FUCK WORK, FUCK THERAPY, FUCK ALL, FUCK ALL.
Οι Ολλανδοί μέσα στο μουσείο με κοιτούσαν περίεργα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Στη πόλη του sex δεν ήμουν;
Όταν άρχισε να παίζει μέσα στο κεφάλι μου αυτό :



άρχισα να ανησυχώ αλλά προσπάθησα να καταπνίξω το συναίσθημα.

Πήγαμε και σε άλλα μουσεία. Στο Torture Museum με μεσαιωνικά όργανα βασανιστηρίων, δεν σταμάτησα να σκέφτομαι πόσο διεστραμμένη μπορεί να είναι η ανθρώπινη φύση, όταν τόσοι άνθρωποι στο παρελθόν, κατέβαλαν τόσο κόπο και σκέψη έτσι ώστε να επινοήσουν τόσα πολλά όργανα για να προκαλούν πόνο σε άλλους ανθρώπους. Το ίδιο είχα σκεφτεί και σε ένα παρόμοιο μουσείο που είχα πάει στην Πράγα. Είχα μοιραστεί τότε τη σκέψη μου και είχα πάρει μια απάντηση που με είχε συναρπάσει. Μοιράστηκα τη σκέψη μου και αυτή τη φορά χωρίς να πάρω συνρπαστική απάντηση. Παρά τα ειδεχθή όργανα, άκουγα αυτό :




Πήγαμε και στο Sex Museum. Καλό ήταν. Επιμορφωτικό θα έλεγα, αν και πάλι είχα πάει σε ένα παρόμοιο όταν ταξίδεψα στην Πράγα και είχα περάσει πολύ καλύτερα. Είχα γελάσει πολύ τότε. Βλέποντας αυτά τα δύο μουσεία, έκανα αναθεώρηση των σκέψεών μου σχετικά με τη διαστροφή. Το πιο σοκαριστικό θέαμα ήταν τα όργανα βασανιστηρίων σε απρόθυμα θύματα. Τα υπόλοιπα ήταν απλώς ερεθίσματα σε πρόθυμους "συμπαίκτες". Τίποτα παραπάνω. Τα εκθέματα σε αυτό το μουσείο, παρ'ότι χυδαία, ήταν κατά ένα περίεργο τρόπο κομψά, οπότε μοιραία είχα στο μυαλό μου τη μελωδία των Clock DVA :



Τα Coffee Shops της Ολλανδίας δεν είναι μύθος. Μπορείς να πας και να πιείς την μπύρα σου -που είναι εξαιρετικής ποιότητας- και να καπνίσεις δημόσια και χόρτο το οποίο έχεις προμηθευτεί από εκεί. Καθώς μπαίνεις μέσα η μπόχα είναι αφόρητη, αν και τα μαγαζιά είναι πολύ φροντισμένα. Χάρηκα που το είδα. Μου θύμησε Αμερικάνικες ταινίες με μπαρ που έχουν μπιλιάρδα, πολύ μπύρα και κουλοχέρηδες. Ο Dj ήταν άθλιος και εγώ άκουγα πεισματωμένη στο κεφάλι μου αυτό :



Σκληρή πόλη. Δεν αξιολόγησα αυτό που κάνουν ως ελευθερία. Μάλλον ως ελευθεριότητα. Έχασα τον προσανατολισμό μου, το focus μου, αναστατώθηκε το μέσα μου.
Ούτε και οι "βιτρίνες" είναι μύθος. Εξερευνώντας τη περιοχή με τα "κόκκινα φανάρια" παρατήρησα τα μικρά ισόγεια δωμάτια με τα λευκά πλακάκια και τις κοπέλες να ποζάρουν βαριεστημένα με τα εσώρουχα και σκέφτηκα τα χασάπικα που έχουμε στην Αθήνα. Έχουν τα ίδια πλακάκια.

... TO BE CONTINUED...

Παρασκευή, Αυγούστου 13, 2010

On The Road... Second Stop : Brugge (Belgium)

Κάθομαι στο συμπαθητικά άβολο γραφειάκι μου, ακούω το soundtrack που ανεβάσαμε με τον Αντρέα και αναπολώ την Brugge. Αν μπορεί να χαρακτηριστεί ένα μέρος παραμυθένιο, σίγουρα είναι αυτή η μικρή πόλη, την οποία μπορείς να γυρίσεις ολόκληρη μέσα σε ένα απόγευμα. Την πόλη, όχι τα μουσεία της. Είναι μικρή αλλά γεμάτη από ενδιαφέροντα μουσεία, εκθέσεις και κουκλίστικα σπιτάκια με κόκκινες σκεπές.

Αν δεν ήταν η "συμπεθέρα" του Β. -αυτό το gps όλο το βρίζαμε, δεν ξέρω γιατί- θα είχαμε βρεθεί σε καμία Πολωνία, βάζω στοίχημα.
Για να φτάσουμε στο Βέλγιο, διασχίσαμε τη μισή Γερμανία, περάσαμε μέσα από την Ολανδία -διασχίζοντας απέραντα καταπράσινα λειβάδια- και τελικά καθίσαμε να ξεκουραστούμε σε μια γραφική πλατεία, με κάστρα μέσα στα οποία παλιά ζούσαν κόμηδες και αρχοντοκυράδες, αφού είχαμε περάσει την αψιδωτή είσοδο της πόλης...
Κόντεψα να χαζέψω με την τόση αίγλη και καλογουστιά αυτής της πόλης, μα περισσότερο από όλα, χάρηκα την απροσδόκητη ηρεμία. Η Brugge είναι ίσως μια από τις πιο γαλήνιες πόλεις της Ευρώπης. Είναι γεμάτη με κομψά, μικρά μαγαζάκια με χειροποίητες δαντέλες και λινά, μικρά καφέ που σερβίρουν την καλύτερη μπύρα που έχω πιεί ποτέ, λίμνες που μέσα τους σεργιανίζουν πάπιες και κύκνοι, μικρούς κήπους και αυλές, όλα τόσο καλοβαλμένα, που νομίζεις πως έχεις πατήσει ένα κουμπί, έχεις γυρίσει το χρόνο πίσω και ζεις μέσα σε ένα παραμύθι.

Πήγαμε στο μουσείο σοκολάτας και κοντέψαμε να φύγουμε όλοι με σάκχαρο. Φυσικά αναστατώσαμε το σύμπαν και αναταράξαμε τα ήρεμα νερά της γαλήνιας αυτής πόλης μια και ο Β. άρχισε να φωνάζει μπροστά από μια προθήκη : " Άχου μωρή τι βρήκα; Σε αυτό το σερβίτσιο έπινε τη ζεστή σοκολάτα της η Μαρία Αντουανέτα! Τρέξε, τρέξε!" και άλλα τέτοια ωραία... Εννοείται πως κατασυγκινήθηκα με αυτό το έκθεμα.
Μετά πήγαμε σε ένα μουσείο με λάμπες. Όλη η ιστορία η σχετική με το φωτισμό, από τα πρωτόγονα χρόνια μέχρι σήμερα ήταν εκτεθειμένη εκεί και τα βρήκα όλα τόσο μαγικά που δεν έλεγα να ξεκουνήσω. Οι λάμπες που χρησιμοποιούσαν τον 17 και 18 αιώνα μου έκαναν τόση εντύπωση που δεν σταμάτησα να βγάζω φωτογραφίες ενώ -είμαι σχεδόν σίγουρη- ότι όλοι σκέφτονταν πόσο "χτυπημένη" είμαι...

Κάναμε αγώνα δρόμου για να προλάβουμε και την έκθεση του Miro αλλά εις μάτην. Τα πάντα στην Brugge λειτουργούν με απόλυτη τάξη και συνέπεια. Δέκα λεπτά αργότερα από την ώρα που έκλεινε η έκθεση φτάσαμε και παρ'όλα αυτά η συμπαθέστατη κατά τα άλλα μανταμίτσα στη ρεσεψιόν δεν μας άφησε να περάσουμε. Πολύ στεναχωρέθηκα και ο Β. για να με ηρεμήσει, με πήγε στον κήπο ενός παλιού, πέτρινου νοσοκομείου. Έμοιαζε με αυτά τα στοιχειωμένα ιδρύματα που βλέπουμε στα θρίλερ β΄ διαλογής. Μου άρεσε απίστευτα. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι λέγοντας ο ένας στον άλλο, πόσο θα θέλαμε, όταν θα γίνουμε εντελώς ραμολιά, να μας κλείσουν σε ένα τέτοιο ίδρυμα. Μέχρι και πτέρυγα διαλέξαμε, ενώ ο Μ. τραβούσε φωτογραφίες. Μας φαντάστηκα με τα πι και τα μπαστούνια και τις χοντρές ρόμπες να βολτάρουμε το πρωί σε αυτόν τον κήπο και έβαλα τα γέλια, οπότε ξεπέρασα το τραύμα με τον Miro.

Ψωνίσαμε -πάλι. Βρήκα χειροποίητες καραμέλες ευκάλυπτου, ένα κομψό μαντιλάκι με δαντέλα και το μονόγραμμά μου, μια δαντελένια καρφίτσα πεταλούδα -φυσικά σε μαύρο χρώμα- και το καλύτερό μου, ένα μενταγιόν με χειροποίητη δαντέλα αντίκα κλεισμένη μέσα του.

Είπα πως ηθελημένα θα πεινάσω φέτος στο ταξίδι. Κι έτσι έγινε, αν και στη Brugge που είναι τόσο κομψή, σχεδόν ντρέπεσαι να το παίξεις άφραγκος ταξιδιώτης. Έφαγα πεισματωμένη λιγδιασμένες πατάτες τηγανιτές με μαγιονέζα και ήπια μπύρα. Και καφέ. Νερό όχι. Το μπουκάλι έκανε 6 ευρώ εκεί, οπότε σκέφτηκα να κρατήσω τα λεφτά και να ανοίξω σαμπάνιες όταν με το καλό θα επιστρέφαμε. Πιο οικονομικά θα μου ερχόταν άμα το έκανα από το να πίνω νερό...

Χαλάρωσα στην Brugge και το βράδυ, κοίταζα έξω από το παράθυρο της σοφίτας που έμενα, τις στέγες των σπιτιών και τον ήσυχο, πλακόστρωτο δρόμο με τους παλιομοδίτικους φανοστάτες και ένιωθα χαρούμενη γιατί ήταν λες και ζούσα σε μια άλλη εποχή. Η Αθήνα μου φαινόταν τόσο μακρινή και καμία επιθυμία δεν είχα να γυρίσω πίσω. Δεν μπορούσα όμως να προσδιορίσω το soundtrack που έπαιζε στο κεφάλι μου και αυτό, με κάποιο τρόπο με ενοχλούσε. Καμία μελωδία, ούτε καν κλασική, δεν μπορούσα να ταιριάξω μέσα στο κεφάλι μου για αυτή την πόλη και αυτό με μπέρδευε. Στο τέλος απελπίστηκα και τα παράτησα. Κοίταζα μόνο το κομψό, βικτωριανό σημειωματάριο που μου είχε φέρει ο Β. από την Ιταλία φέτος τα Χριστούγεννα, που έχει αρχίσει να γεμίζει με εικόνες, χαρτάκια και καλλιγραφικά γραμμένες αράδες και χαιρόμουν. Χωρίς soundtrack όμως...

Στο ξενοδοχείο κατά τη διάρκεια του πρωινού, βρεθήκαμε σε μια πρώην σάλα χορού, με τζάκι, πολυέλαιους και μπροκάρ κουρτίνες, ενώ έπαιζε κλασική μουσική από ένα στερεοφωνικό και ο Β. επαναλάμβανε ότι με πάει στα "καλύτερα" πάντα. Γέλασα με την καρδιά μου. Και με τον Ιταλό ρεσεψιονίστ, που επέμενε να μου μιλάει στα Ιταλικά ενώ δεν καταλάβαινα λέξη. Πως βρέθηκε τώρα ο Ιταλός, από την ίδια πόλη που μένει ο Μ. στo Βέλγιο, δεν ξέρω. Είχε πλάκα πάντως.

Ακριβώς απέναντι από το ξενοδοχείο μας, είχε μια γοτθική -τι άλλο;- εκκλησία και μέσα έπαθα την πλάκα μου με τα έργα τέχνης, τα αγάλματα που ήταν ντυμένα με κανονικά ενδύματα και τη χορωδία. Άθεη είμαι, αυτό είναι γνωστό σε όλους, αλλά όταν πάμε ταξίδι, που με χάνεις, που με βρίσκεις, στις εκκλησίες τριγυρίζω. Είναι που με γοητεύει τόσο πολύ η αρχιτεκτονική τους, που είναι τόσο, μα τόσο διαφορετική από τις δικές μας εκκλησίες. Ανάμεσα σε τεράστιους τρούλους και αψιδωτά παράθυρα, εγώ προτιμώ το δεύτερο.

Γνωρίσαμε και κάτι Βέλγους, εκ των οποίων ο ένας μου είπε ολόκληρη την ιστορία της ζωής του. Η τελευταία του σύζυγος ήταν 26 ετών -αυτόν τον έκοβα για 50 και βάλε- και τον παράτησε παίρνοντας μαζί της και το παιδί τους. Ξένος άνθρωπος ήταν, είπα να μην ανοίξω το στόμα μου περί ανδρικής ηλιθιότητας. Άσε που σκοπός του ταξιδιού μου, ήταν ακριβώς αυτός. Να μαζέψω ανθρώπινες ιστορίες, οπότε και έβγαλα το σκασμό.

Φύγαμε βράδυ, με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια -νευρασθενικοί όλοι μας κατά βάση- σκεφτόμασταν πως δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε για πολλές μέρες τόση ηρεμία και από την άλλη, είμαι σίγουρη, ότι σκεφτόμασταν ότι η ζωή μας εδώ στην Αθήνα είναι τόσο τρελή, τόσο ψυχαναγκαστική και αγχώδης που θα αποζητούσαμε με νοσταλγία την ηρεμία της Brugge όταν θα γυρίζαμε πίσω. Σκέφτηκα πως γενικά σαν άνθρωπος κάνω πολύ φασαρία, οπότε ηρεμία, ξε-ηρεμία, άμα ήμουν μόνιμος κάτοικος εκεί θα μαζεύανε υπογραφές να με διώξουν. Ποιός αντέχει να ακούει πρωί-πρωί Σαββατιάτικα Bauhaus στη διαπασών; Μόνο τα γειτονάκια μου στην Αθήνα που θα μου πότιζαν και τις γλάστρες όσο έλειπα.

Βγήκαμε με μεγαλόπρεπα από την πόλη και ξεκινήσαμε για τον επόμενο προορισμό. Ακόμα έψαχνα το soundtrack...


P.S. Ακόμα με δανεικές φωτογραφίες τη βγάζω. Οι δικές μου μπορεί να πάνε και άπατες.

Τρίτη, Αυγούστου 03, 2010

On The Road... First Stop : Koln - Amphi Festival 2010

Πόσα εξαρτήματα μπορείς να χωρέσεις μέσα σε μια μαύρη μικρή βαλίτσα; Είχα αποφασίσει να ταξιδέψω εντελώς minimal και στο τέλος, επειδή δεν άντεξα να αποχωριστώ τους κορσέδες μου και τις μακριές φούστες, τα πήρα όλα μαζί μου. Μέχρι και σίδερο ταξιδίου πήρα, και έβριζα από μέσα μου τον εαυτό μου, που απαξίωνε εξ'αρχής το road trip. Θυσιάστηκε στο βωμό της κομψότητας.

Παρά τις πολλές αποσκευές και τα λίγα λεφτά, ξεκίνησα με κέφια. Πάντα ξεκινάω με κέφια τα ταξίδια μου. Μέσα στο αυτοκίνητο του Π. σκέφτηκα πως πιθανά έχω αφήσει το σίδερο για τα μαλλιά αναμένο στο σπίτι, αλλά με διαβεβαίωσαν πως άμα πάρει φωτιά η πολυκατοικία μου θα το μάθουμε και στη Γερμανία. Ανακουφίστηκα. Σκέφτηκα πως έτσι και πάρει φωτιά το διαμέρισμα, με τόσα βινύλια και βιβλία που έχει μέσα, θα καεί όχι μόνο η πολυκατοικία μου, αλλά και ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο, οπότε ναι, σίγουρα θα μαθαίναμε τα νέα στη Γερμανία.Επειδή δεν τα πάω καλά με τις ώρες και τις ημερομηνίες, έστειλα έναν από μας δύο ώρες πιο νωρίς στο αεροδρόμιο να περιμένει, διότι δεν θυμόμουν καλά τις ώρες της πτήσης αλλά το ξεπεράσαμε κι αυτό.

Η πτήση ήταν παγερά αδιάφορη και το φαγητό κακό. Τελικά προτιμώ τις πτήσεις της Easy Jet. Είναι τόσο χάλια, που πάντα κάτι αστείο συμβαίνει. Άσε που οι αεροσυνοδοί, έχουν σαφώς περισσότερη πλάκα γιατί είναι σχεδόν όλοι gay.

Στο αυτοκίνητο, σαφώς, δεν είχαμε μουσική. Πάντα λέμε όλοι ότι θα πάρουμε cd για να τα ξεχάσουμε όλοι πανηγυρικά στο τέλος. Και σαφώς χαθήκαμε παντελώς προσπαθώντας να φτάσουμε από το Dusseldorf στην Koln. Ενθουσιάστηκα. Το να είσαι χαμένος μέσα στους τεράστιους αυτοκινητόδρομους της Γερμανίας είναι το πιο ευχάριστο πράγμα. Τα τοπία είναι απέραντα και μαγευτικά, έχει συχνές εξόδους για στάσεις και τυπικά βενζινάδικα, σαν αυτά που βλέπουμε στις ταινίες με τα φορτηγά, τον καφέ στα πλαστικά κυπελάκια και τα χάμπουργκερ. Δεν το είπα στους άλλους, γιατί θα έτρωγα ξύλο. Είχε χαλάσει το gps και είχαν πάθει πανικό. Άσε που έπρεπε να συναντήσουμε τον Β. και τον Μ. στην Koln οι οποίοι έρχονταν από Ιταλία... Τελικά το βράδυ, καταφέραμε να ξε-χαθούμε, να συναντηθούμε και να φτάσουμε στο ξενοδοχείο. Από την πολύ ζαλάδα, δεν θυμάμαι τι κάναμε εκείνο το πρώτο βράδυ. Κατά πάσα πιθανότητα, έπεσα ξερή και δεν το θυμάμαι. Δεν νυχτώνει εύκολα στην Koln. Δέκα και μισή το βράδυ και είναι ακόμα μέρα.

Η επόμενη μέρα όμως, ήταν μαγεία. Ο Β. είχε ψάξει και είχε βρει πως στη συγκεκριμένη πόλη υπάρχει ένας από τους μεγαλύτερους γοτθικούς καθεδρικούς ναούς στην Ευρώπη και αφού με πήγαν εκεί και τον είδα, αποφάσισα πως θέλω να πεθάνω εκεί κάπου, ήσυχα, ήσυχα.

Φυσικά, ήμουν η μοναδική από την παρέα που δεν είχε μαζί της το εισητήριο του φεστιβάλ, όταν πήγαμε να μας περάσουν τα ειδικά βραχιολάκια. Και φυσικά ο Β. πάλι έσωσε την κατάσταση. Εγώ πάλι, έπλεα σε πελάγη μακαριότητας αφού είδα τους πρώτους της φυλής να περιμένουν έξω από το συναυλιακό κέντρο. Ανακουφίστηκα πάλι. Ένιωσα πως βρίσκομαι στο σπίτι με όλα αυτά τα φρικιά τριγύρω. Το ίδιο ένιωσα και το βράδυ που πήγαμε στο opening party του φεστιβάλ που γινόταν δίπλα από τον καθεδρικό ναό. Έξω από το club, ήταν παρκαρισμένη μια καλογυαλισμένη νεκροφόρα. Στο πίσω τζάμι είχε το σήμα των VNV Νation και στις πινακίδες έγραφε "Oh My Goth". Το ζήλεψαμε πολύ αυτό το αυτοκίνητο. Και μέσα στο club με τα δύο stages αναμειχθήκαμε με τους χαμογελαστούς γερμανούς που χόρευαν με κέφι και έπιναν ακατάπαυστα μπύρες. Οι Γερμανοί είναι ένας λαός που δεν σουρώνει. Αλήθεια. Πίνουν το καταπέτασμα και σε αντίθεση με τους άγγλους, δεν καταλαβαίνουν χριστό. Καπέλα, κρινολίνα, ρεντικότες, μπαστούνια, κορσέδες, pvc, latex, ψεύτικες βλεφαρίδες, καντηλέρια, σκαλιστές κολώνες, αψιδωτές τζαμαρίες για να φαίνεται ο καθεδρικός από δίπλα, γλυκός φωτισμός, τραπεζάκια με κεριά και ροδοπέταλα επάνω, μαύρα μαρμάρινα μπαρ, κολωνάτα ποτήρια με άσπρο ή κόκκινο κρασί και όλο το σύστριγγλο να ποδοπατάει την ουρά της φούστας μου. Πέρασα πολύ καλά. Και βρήκα και μια γωνία που όλοι κάπνιζαν και έβγαλα το άχτι μου. (Στη Γερμανία απαγορεύεται αυστηρότατα το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους). Τρακάραμε και πάνω σε γνωστούς από τα πάτρια εδάφη, αλλά έμεινα παγερώς αδιάφορη. Αυτούς τους βλέπω κι εδώ. Και βαρέθηκα. Προτιμώ να παρατηρώ τη γερμανική φυλή. Είναι πιο ενδιαφέροντες. Ακόμα και στο φλερτ τους. Γιατί αυτοί, ακόμα φλερτάρουν. Κομψά και με λεπτότητα. Φλερτάρουν όμως.
Δεν ξέρω τι διαφορές μπορεί να έχει η Leipzig με την Koln, πάντως στη δεύτερη, όλοι οι γερμανοί μιλάνε άπταιστα αγγλικά.

Αν δεν είχαμε το gps του Β. τον οποίο είχα καταρακώσει στο δούλεμα τον καημένο πριν φύγουμε από την Αθήνα επειδή πήγε και έσκασε 370 ευρώ για να το πάρει, ακόμα χαμένοι θα είμασταν και θα γυρίζαμε γύρω-γύρω με αυτοκίνητα. Η μανταμίτσα όμως, μας έδινε σαφέστατες οδηγίες για το που θα πάμε και πως θα πάμε, οπότε φτάσαμε στην ώρα μας την επόμενη μέρα του φεστιβάλ και πρόλαβα τον Daniel να τραγουδάει το επικό και αγαπημένο μου Lucretia. Πρώτο live. Ξεπατώθηκα.

Άρχισα το γύρω-γύρω στα δύο stages ανάμεσα σε δίμετρους γερμανούς και νταρντάνες γερμανίδες. Έπιανα κουβέντα με όλο αυτό το μαγικό κόσμο και τσάκισα τους καφέδες. Είχαν πολύ καλό εσπρέσο και μαζί με τον Μ. μάλλον καταναλώσαμε ένα ολόκληρο βαρέλι.

Και κάπου στη μέση, έψαχνα και τα βινύλια, σκεφτόμενη πως παρά την έλλειψη χρημάτων, μπορώ να πεινάσω άνετα, αρκεί να βρω αυτά που θέλω. Βρήκα δύο δίσκους που ήθελα και τους χρυσοπλήρωσα χαρούμενη, ενώ ο Β. από δίπλα με έλεγε κουφαλίτσα που κατάφερα να βρω αυτά τα δύο διαμαντάκια.

Η δεύτερη μέρα του φεστιβάλ πήγε πάνω κάτω στα ίδια, μεταξύ δύο stages, με εμάς τους έξι να χανόμαστε και να ξαναβρισκόμαστε μέσα στο συναυλιακό χώρο. Αρχίσαμε τα ψώνια, αφού είμαστε αθεράπευτα ψώνια έτσι κι αλλιώς και φορτωθήκαμε αρβίλες, κορσέδες, πουκάμισα, επωμίδες, ζώνες, μπότες και άλλα περίεργα. Η Χ. έσπασε πλάκα με τον κούκλο γερμανό μου που έλυνε και μου έδενε τους κορσέδες στο δοκιμαστήριο. Ήταν μια περίεργη διαδικασία που δημιουργούσε ένα αίσθημα οικειότητας.

Και μετά αρχίσαν να πέφτουν τα τηλεφωνήματα και τα sms βροχή από την Αθήνα. Ακούστηκε στις ειδήσεις ότι σε κάποιο φεστιβάλ στη Γερμανία ποδοπατήθηκε ο κόσμος και έγινε της τρελής. Φυσικά οι δικοί μας εδώ πίσω, δεν είναι γνώστες της κομψότητας της γοτθικής κοινότητας... Στο δικό μας φεστιβάλ, οι δίμετροι γερμανοί έκαναν στην άκρη για να περάσω μπροστά -προφανώς με έβλεπαν σαν στρουμφάκι- και μου χαίδευαν το κεφάλι άμα καθόμουν μπροστά τους, προσέχοντας να μη με ποδοπατήσουν. Όλα ήταν ήσυχα και αρμονικά στο δικό μας φεστιβάλ. Τόσο, που όταν έπαιξαν οι ASP με τους οποίος ο γερμανοί αλλαλιάζουν κανονικά, εγώ μπήκα στο pitt και άρχισα να χορεύω μαζί τους, ενώ δύο λεσβίες από πίσω μου φιλιόντουσαν με πάθος.

Πήγα για τσιγάρο πίσω από μια κολώνα κάποια στιγμή, ενώ μέσα από ένα παράθυρο ένας πανέμορφος δράκουλας γερμανός -δύο μέτρα κι αυτός- μου έκανε αστείες φατσούλες. Το βρήκα αξιολάτρευτο.

Στο τέλος, μας έπιασε και μια υπέροχη βροχή, η οποία ουδώλως πτόησε τους γερμανούς και αποφασισμένη να τους ακολουθήσω σε όλα, κάθισα μαζί τους να βρέχομαι ευχάριστα, νιώθωντας για ακόμη μια φορά πως βρίσκομαι στο σπίτι μου. Πως εκεί ανήκω.
Λυπήθηκα που τελείωσε το φεστιβάλ. Ήθελα να περάσω περισσότερο χρόνο με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Να ανταλλάξω ακόμα πιο πολλές φορές e-mail και να γελάσω μαζί τους πίνοντας μπύρα καθισμένη στο χορτάρι.

Αισίως κατάφερα να μην πυροβολήσω την μπάντα Leave's Eyes - το τι τσιρίδα έπαιξε στα αυτό το show δεν περιγράφεται!- και γέλασα με την απογοήτευση του B. που παρακολούθησε το άθλιο show των Nachtmar.

Μέχρι εδώ, καλά είχαν πάει όλα...


P.S. Οι φωτογραφίες μου δεν είναι εδώ. Δεν ξέρω αν θα τις έχω κάποια στιγμή. Όλες όσες έχω χρησιμοποιήσει, είναι δανικές...